Ο χρόνος δεν στάθηκε σύμμαχός της εκείνο το βράδυ. Κέντησε την ψυχή της με αμφιβολίες, έπνιξε την ελπίδα της για μια ανάσα ευτυχίας μέσα σε μια τρικυμισμένη απόγνωση. Γέλασε εις βάρος του ανόητου έρωτα που διακλαδιζόταν για χρόνια κάτω από το δέρμα της. Ενός έρωτα που στεκόταν ανομολόγητος, αφού η ίδια αρνιόταν να τον απασφαλίσει.
Κι όταν όλοι οι καλεσμένοι άρχισαν να ξεμακραίνουν και να χάνονται μέσα στα καλντερίμια της βραδιάς, έμεινε μόνη με τις αναπόφευκτες σκέψεις της που διακριτικά απέφευγε όλη νύχτα. Μόνο που τώρα στέκονταν μπροστά της επίτηδες, ωσάν επαίτες, ζητώντας επίμονα να πάρουν την θέση τους μες στην συνείδησή της. Προσδοκώντας να την συστήσουν στη μοναξιά που περίμενε στη γωνία καρτερικά για έναν χορό μαζί της.
Όλα όσα ήθελε να εξομολογηθεί άρχισαν να στροβιλίζονται σε μια σαρωτική δίνη που καταβρόχθιζε τα πάντα στο πέρασμά της. Όλα γκρεμίζονταν μέσα της. Μόνο μια λέξη είχε επιβιώσει από την μανία του πάθους της, μια λέξη που είχε εγκριθεί παμψηφεί και ήταν ανώφελο να κλείνει τα μάτια της έμπροσθεν της. «Απών»
Πάνω, όμως, που ετοιμαζόταν να παραδοθεί στην αδιαφιλονίκητη παραδοχή της απουσίας του, άρχισε να ξεχωρίζει μες στο σκοτάδι το περίγραμμα της σιλουέτας του. Τα στεγανά της καρδιάς της άρχισαν πάλι να γεμίζουν με χείμαρρους συναισθημάτων και να την παρασύρουν σε έναν γνώριμο βυθό. Εκείνον που άλλοτε πάσχιζε ν’ αποφύγει κι άλλοτε λάτρευε να μένει κρυμμένη εκεί. Τον βυθό της καρδιάς του.
Ίσως να ήταν εκείνο το χάος που μοιράζονταν μεταξύ τους, ίσως να ήταν μια απόκοσμη μαγνητική έλξη που τραβούσε τον έναν κοντά στον άλλο, ίσως να ήταν και μια ακατανόητη αποστασία του φεγγαριού με συνωμότες τα άστρα. Ό,τι κι αν τον εναπόθεσε στα χέρια της, είχε φροντίσει να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο: ζωγράφισε στο πρόσωπό της μια ασυννέφιαστη λιακάδα με προοπτική νηνεμίας…