Κλειστή θα βρει την πόρτα του Βατικανού ο Δαλάι Λάμα στην επικείμενη επίσκεψή του στην Ρώμη τον Δεκέμβριο αφού ο Πάπας δεν θα τον δεχτεί επίσημα, σπάζοντας έτσι την παράδοση που είχε ξεκινήσει ο Πάπας Wojtyla το 1980, ένα χρόνο μετά την απονομή του Νόμπελ Ειρήνης στον Θιβετιανό πνευματικό ηγέτη, και είχε συνεχίσει ο Benedetto XVI τον Οκτώβρη του 2006.
Ήδη από τις 31 Οκτώβρη υπήρχε οff the record σχεδιασμός υποδοχής για ακρόαση για τις 13 Δεκέμβρη και αναμενόταν το επίσημο ανακοινωθέν όμως ο εκπρόσωπος τύπου του Βατικανού διευκρινίζει πως δεν έχει προγραμματιστεί καμία τέτοια συνάντηση. Ο κινέζος υπουργός εξωτερικών Liu Jianchao, είχε δηλώσει ενώ μαινόταν οι φημολογίες, πως μια τέτοια συνάντηση θα θεωρούνταν «προσβλητική». Φαίνεται πως οι δριμείς προειδοποιήσεις του Πεκίνου στα πλαίσια των σχέσεων με το Βατικανό, έπιασαν τόπο και ήρθαν να σταθούν δίπλα στην ήδη φιλοκινεζική πολιτική του Πάπα Ratzinger.
Το 1950 οι Κινέζοι εισέβαλαν στο Θιβέτ κι έτσι κατέρρευσαν θρησκευτικές και κοινωνικές δομές αιώνων. Αρκετές ανατολικές επαρχίες προσαρτήθηκαν στην Κίνα αλλά το μεγαλύτερο τμήμα του οροπεδίου του Θιβέτ χαρακτηρίστηκε αυτόνομο, αυτονομία όμως που έμεινα στα λόγια αφού τον έλεγχό του ασκούσε το Πεκίνο. Κατά την διάρκεια της επανάστασης των κινέζων ερυθροφρουρών σκοτώθηκαν περίπου 85.000 Θιβετιανοί, μεγάλο μέρος των οποίων ήταν μοναχοί. Όσοι επέζησαν αναγκάστηκαν να αποσχηματιστούν και είδαν τα μοναστήρια τους να κατεδαφίζονται από τα θεμέλια, τις βιβλιοθήκες να καίγονται και λειτουργικές εικόνες και αγάλματα του Βούδα να καταστρέφονται. Από το 1963 έως το 1971 οι πρόσφυγες από το Θιβέτ προς το Νεπάλ και την Ινδία έφτασαν τις 100.000 ενώ τουλάχιστον άλλοι 130.000 πήραν τον δρόμο της εξορίας. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ακόμη και σήμερα τουλάχιστον 4.000 είναι έγκλειστοι σε στρατόπεδα. Από το 1980 κι έπειτα η Κίνα αλλάζοντας πολιτική θεώρησε ως ιστορικά μνημεία αρκετά μοναστήρια ενώ άλλα τα έδωσε πάλι πίσω στους μοναχούς. Ωστόσο ενώ το 1950 υπήρχαν 2.500 μοναστήρια σήμερα ο αριθμός τους φτάνει μόλις τα 1.700.
Ο Dalai-Lama που είχε στο μεταξύ βρει καταφύγιο στο εξωτερικό σχημάτισε μια «κυβέρνηση της εξορίας» κι άρχισε να αγωνίζεται για την ελευθερία του Θιβέτ. Οι ελπίδες του όμως για αυτό άρχισαν να κλονίζονται και με τον τρόπο του πια μάχεται για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Θιβέτ αλλά και για την αυτονόμηση της περιοχής που άλλωστε την είχαν υποσχεθεί η Κινέζοι. Αρκετοί πιστεύουν πως η φιλειρηνικές του κινήσεις δεν είναι παρά μια έμμεση αποκήρυξη μιας πολιτικής λύσης. Άλλοι πως μετέτρεψε ένα γεωπολιτικό ζήτημα σε ηθικό δίλημμα, αφού οι κινήσεις του μπορεί να μην αποτελούν πολιτική απειλή για την Κίνα, όμως η ηθική του εξουσία πάνω στους εξόριστους Θιβετιανούς αλλά και σε όσους συνεχίζουν να διαμένουν στο Θιβέτ είναι αναμφισβήτητη και αποτελεί την συνεκτική τους δύναμη.
Κι όλα αυτά στο κατώφλι των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνο. Άραγε θα είναι ανάμεσα στους επίτιμους προσκεκλημένους ως κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης; Η θα μείνει εκτός λίστας ως ηγέτης των Θιβετιανών; Κοροϊδία ή αποκλεισμός; Το μέλλον θα μας το δείξει σύντομα.