Του Άγγελου και της Καρίνας,
που χωρίς εσάς θα ήταν όλα πιο δύσκολα,
εκεί κι εδώ,τότε και μετά.
Άντε και του Μιχαλάκου,
να μην γκρινιάζει,
όπως το ’χει συνήθειο – ξεχνώντας πόσο πολύτιμος ήταν και είναι.
Χειμώνας λεττονικός, περασμένος εδώ και χρόνια, μα το σημερινό ψύχος μου τον θύμισε. Βαρύς, στεγνός κι εγώ πρωτάρα στα κόλπα του Βορρά. Που πάτησα πόδι σε εκείνη την γη κωλόπαιδο σκέτο και μου άφησε ανθρωπιά παρέα ως τώρα. Που μόνο κρυώνω και πεινάω ούρλιαζε το κρέας μα μέσα μου όρθωνε ψυχή. Όχι τότε. Μετά που τα έβαλα σε τάξη.
Δεν είναι για παιχνίδια εκεί, δεν σ’ αφήνει το κρύο να σκεφτείς, εκεί πορεύεσαι με το μαζί, δεν προλαβαίνει να σου βγάλει ατομισμό το ηλίθιο εγώ σου, το νιώθεις στο πετσί, «εμείς» ή ο πάγος. Ίσως γι’ αυτό και οι άνθρωποί της ξέρουν την διαφορά της απόστασης από την απομάκρυνση, του σεβασμού από την υποτυπώδη ευγένεια, της σταθερής αποφασιστικότητας από τον παράτολμο ορθολογισμό. Με μια φυσικότητα απαράμιλλη.
Τα καστανοκόκκινα μαλλιά τους, τα κρυστάλλινα μάτια τους, μια πρασινάδα σκέτη, τα λεπτά μα όχι λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά, το διάφανο δέρμα με τις ποταμίσιες φλεβίτσες να ξεχωρίζουν στους κροτάφους, πως συγκεράζονταν τόσο ευγενικές φυσιογνωμίες με τόσο γερά χτισμένους ανθρώπους με έκανε να απορώ. Όχι σκληράδα, τίποτε δεν σε ξένιζε, λες και ήταν ένα με το τοπίο. Ήταν και που είχα συνηθίσει να βλέπω εδώ τέτοιους συνδυασμούς μόνο σε ρυτίδες.
Κι εγώ που με τραβά το καστανό του χώματος, τα σκούρα τα δικά μας των βουνών, εκεί στις δασώδεις εκτάσεις τους κόντεψα να με σείρει σκλαβάκι μια συστάδα φύλλων σε φόντο λευκό. Που όσες μπάρες χαμογελαστής σοκολάτας και να κερνά ο νότος, ο βορράς θα σε ταΐσει λαρδί και αγκάλη ίσα να θρέψει η σάρκα. Μετά θα σε τεστάρει αν γλιστράς με ισορροπία στο παγωμένο νερό το διάφανο. Κόλπα για επιδέξιους λίγους, όχι για εμένα ακόμη τότε.
Με θυμάμαι ένα βήμα πριν τα μπήξω, αλφαδιασμένη μέσα στο sleeping-bag, πάνω στον πάγο που με κατασπάραζε, να ψιθυρίζω στον Αγγελάκο δίπλα μου, κομπιάζοντας να βάλω τα γράμματα στην σειρά, την πιο ειλικρινή μου λέξη: «Σκατά». Για να εισπράξω τον πιο όμορφο λεκτικό κόλαφο στην έως τώρα ζωή μου: «Ναι, αλλά τι γεύση;». Δηλαδή θες να μου πεις πως εκτός του ότι καταφέρνεις να το παλεύεις – στους αδύνατον να συλλάβω μείον πόσους – οι νευρώνες σου όχι απλά ξεπέρασαν το φράγμα του μπανάλ μοτό «μαμ και νάνι» αλλά καταφέρνουν να κάνουν και συνάψεις που προκαλούν το γέλιο για να παρηγορήσεις την λιπόψυχη μου ύπαρξη;
Κι όσο κι αν το διακωμωδούμε στις πρόσκαιρες συναναστροφές μας, ο μόνος λόγος που δεν προσκύνησα – με φυσική κίνηση τουλάχιστον – το μεγαλείο σου φιλαράκο είναι το λουμπάγκο που με έσυρε στην παραδείσια ζέστη του κοντινότερου λεττονικού κέντρου υγείας. Που όταν με κατέβαζαν στον πολιτισμό με το τζιπ για τις πρώτες βοήθειες και οι κραδασμοί μου τρυπούσαν τα κόκαλα από την μια έτρεχε το δάκρυ κορόμηλο από τον πόνο κι απ’ την άλλη χασκογελούσα σαν σεληνιασμένο νήπιο αναποφάσιστη ακόμη για την γεύση! Το μητρικό σχεδόν βλέμμα της γιατρού με το μπλε ηλεκτρίκ eye – liner στο βλέφαρο κόντεψε να αλληθωρίσει…
Το επόμενο μάθημα – χαστούκι μου το απόθεσε στο βυσσινισμένο ήδη απ’ το κρύο μάγουλό μου η Καρίνα, λεττονή, φίλη πλέον, αγαπημένη αν και μακριά. Βολοδέρναμε με τον παλιόκαιρο στην Ρίγα χάριν ενός βιωματικού παιχνιδιού εξερεύνησης της πόλης σε ομάδες. Περνούσε η ώρα και δεν είχαμε φτάσει ούτε στα μισά. Κι ο άνεμος να ξυρίζει. Κι ας τα ξαναβρήκα όλα όταν ξαναεπέστρεψα μετά από χρόνια σε κλάσματα δευτερολέπτου.
«Δώστε της τον αναθεματισμένο χάρτη, αν δεν τον έχει στα χέρια θα χαθούμε, καρφί δεν της καίγεται αν δεν είναι αρχηγός» αναφώνησε. Φούσκωσα τότε σαν διάνος. Μια κραυγή που με τσαλάκωσε έπειτα βασανιστικά για χρόνια. Συνειδητοποίησα πως ο χρόνος με ένοιαζε μόνο απ’ την στιγμή που είχα τον έλεγχο πάνω στο χώρο. Και το σημαντικότερο πως πραγματικός αρχηγός δεν είναι εκείνος που ελέγχει την πορεία στο χώρο αλλά αυτός που κινεί τα νήματα για να επιβιώσει το «εμείς» κι ας τίθει εαυτό εκτός της σχηματικής ηγεσίας παραχωρώντας το και καλά στέμμα. Οι τίτλοι εξυπηρετούν μόνο τις ψευδαισθήσεις των δυνατοτήτων μας αν αυτές αποτελούν αποκλειστικό σημείο εκκίνησης. Πραγματικός βασιλιάς είναι αυτός που ξέρει να παραχωρεί τα σχήματα προνοώντας για την επιβίωση του συνόλου κι ας αυτό σημαίνει την παραμονή πίσω από την κουρτίνα. Άντε μετά να μην την κάνεις φίλη, μου πήρε την καρδιά με το σπαθί της. Λεττονοί,τέτοιους μόνο γνώρισα.
Και σαν την κοιτούσα από ψηλά αυτή τη χώρα μόνο χαμόσπιτα διασκορπισμένα στο λευκό δίπλα σε λαχανοφυτείες περιφραγμένες έβλεπε το απαίδευτο μάτι μου. Τα παράθυρα των αεροπλάνων καθιστούν περιττές ώρες ώρες κάθε ψυχοτρόπα ουσία. Πάλι καλά οι άνθρωποι που συναντώ σηματοδοτούν την έννοια του προσώπου έναντι της μορφοποιημένης μάζας αναιρώντας κάθε κοινωνιολογική θεωρία που διδάχτηκα στα μίζερα αμφιθέατρα που καυχιούνται κατά τα άλλα πως μου έθρεψαν το πνεύμα. Μη χέσω. Όχι τίποτε άλλο, θα με βάζει πάλι ο Άγγελος να αποφασίζω περί γεύσεων. Χαλάλι, κομματάκι παραδείσου με βοηθήσατε να το κερδίσω. Με το πρόσωπό σας. Χαρακιά σκέτη κι ευλογία μαζί.
Αν άντεχε το είναι μου, το γονιδιακά ηλιόπλαστο κι ευμετάβλητο, το εισιτήριο θα ήταν χωρίς επιστροφή.Κάθε που κρυώνω σας σκέφτομαι. Και φτάνει αυτό για να ζεσταθώ χωρίς να γκρινιάξω. Γιατί τώρα ξέρω. Που σημαίνει βέβαια πως δεν έχω και καμία σεβαστή προς τους νοήμονες δικαιολογία.