O Solomon Asch, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στην Αμερική, διεξήγαγε μια σειρά μελετών και πειραμάτων προκειμένου να εξετάσει τη δύναμη της συμμόρφωσης στις ομάδες ή με πιο απλά λόγια, να εξετάσει πόσο εύκολα οι κοινωνικές δυνάμεις μπορούν να μεταβάλλουν τις γνώμες των ανθρώπων. Τα αποτελέσματα των ερευνών παρουσιάστηκαν τη δεκαετία του 1950 και είναι γνωστά ως ¨πειράματα συμμόρφωσης¨ ή ως ¨το παράδειγμα του Asch¨.
Για τη διεξαγωγή του πειράματος χρησιμοποιήθηκαν 123 εθελοντές άνδρες, οι οποίοι αγνοούσαν τον πραγματικό σκοπό του πειράματος, καθώς πίστευαν ότι λαμβάνουν μέρος σε κάποιο οπτικό τεστ. Χώρισαν τους άνδρες σε ομάδες 5-7 ατόμων και τους έβαλαν σε ένα δωμάτιο. Εκεί, εμφάνισαν μία κάρτα που απεικόνιζε μία γραμμή, ακολουθούμενη από μία άλλη κάρτα με τρεις γραμμές a, b και c. Αυτό που ζητήθηκε από τους εθελοντές ήταν να βρουν τη γραμμή της δεύτερης κάρτας που ήταν ίδια με τη γραμμή της πρώτης.
Στην πραγματικότητα μόνο ο ένας από την κάθε ομάδα ήταν εθελοντής. Οι υπόλοιποι που την συνέθεταν ήταν ερευνητές- συνεργάτες του Asch και το ζητούμενο της μελέτης ήταν να μάθουν την αντίδραση του ενός στη συμπεριφορά της ομάδας. Έτσι, ενώ οι πρώτες 6 απαντήσεις ήταν σωστές και ομόφωνες, στις υπόλοιπες 12 οι 4-6 ¨συμμετέχοντες¨ έδιναν επίτηδες την ίδια λάθος απάντηση. Αποτέλεσμα ήταν οι εθελοντές, οι οποίοι παρέθεταν προτελευταίοι ή τελευταίοι τη δική τους άποψη, να υποστηρίξουν κάτι φανερά λάθος. Γεγονός που μαρτυρά η χροιά της φωνής και ο τρόπος έκφρασης τους τη δεδομένη στιγμή.
Συνολικά δόθηκαν 18 κάρτες και τα αποτελέσματα που προέκυψαν έδειξαν ότι σε ποσοστό 37% οι συμμετέχοντες συμμορφώθηκαν με την πλειοψηφία, ενώ το 25% δε συμμορφώθηκε σε καμία ερώτηση. Επιπλέον, σε ποσοστό 75% οι εθελοντές συμμορφώθηκαν τουλάχιστον μία φορά και το 5% κάθε φορά. Με άλλα λόγια, μόνο ένας στους τέσσερις κρατά μία στάση απόλυτης ανεξιγνωμίας και μη συμμόρφωσης με την κυρίαρχη γνώμη ακόμα και όταν οι απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται είναι προφανή.
Μετά τη λήξη του πειράματος οι συμμετέχοντες υποστήριξαν ότι ένιωθαν αβέβαιοι για το ποιος έδινε τη σωστή απάντηση. Δήλωσαν επιπλέον, ότι βίωσαν μια συναισθηματική σύγκρουση για το αν έπρεπε ή όχι να πουν κάτι που θα στρεφόταν ενάντια στην κοινή γνώμη της ομάδας.
Πειράματα όπως αυτό φανερώνουν την ευκολία με την οποία οι άνθρωποι επηρεάζονται, κατευθύνονται, συμμορφώνονται και μαζοποιούνται υπό τις υποδείξεις μιας ομάδας ακόμα και με την απουσία άσκησης βίας ή εξουσίας.