Άνοιξε τον νεροχύτη αλλά οι βάνες ήταν κλειστές. Έψαξε στην τσάντα του, βρήκε ένα μικρό μπουκαλάκι νερό και άρχισε να βρέχει κεφάλι του. Ήθελε να εξαγνίσει το παρελθόν, να γίνει ένα στοιχείο γενναίο.
Βγήκε από την κουζίνα και τα βήματά του τον οδήγησαν στο διάδρομο. Στα πέντε μέτρα διακρίνονταν δυο πόρτες. Η μία οδηγούσε στο παιδικό του δωμάτιο, ενώ η άλλη ήταν η κρεβατοκάμαρα των γονιών του.
Άρχισαν τα βήματά του να γίνονται βαριά, αλλά είχε σκεφτεί ότι ήθελε μπει ξανά στο παιδικό του δωμάτιο. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας, περιμένοντας να ουρλιάξει το παρελθόν. Θυμήθηκε τη φράση του Μενέλαου Λουντέμη «Εκείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι.» Στο δωμάτιο δεν υπήρχε τίποτα πια. Ο κύριος Νεκτάριος είχε βγάλει όλα τα πράγματα του Άγγελου και τα έδωσε σε άπορες οικογένειες. Έβγαλε το τελευταίο του τσιγάρο, το άναψε με αργές κινήσεις και κάθισε στο λερωμένο πάτωμα.
Θυμήθηκε την ημέρα της εβδόμης Ιουλίου. Η ζέστη αφόρητη και ο Άγγελος με την παιδική του φίλη, την Άννα, να παίζουν στο μπαλκόνι. Η Άννα άνοιξε την βρύση, το λάστιχό άρχισε να τρέχει νερό. Ο Άγγελος την πλησίασε και της άρπαξε το λάστιχο βρέχοντάς την από πάνω μέχρι κάτω. Η Δανάη άκουσε τα γέλια και χαμογελούσε μόνη της καθώς έραβε. Η Άννα φώναξε..
– Κυρία Δανάη φεύγω, με περιμένουν οι γονείς μου.
– Ναι καλό μου κορίτσι. Καλό μεσημέρι, απάντησε η Δανάη.
– Θα έρθω πάλι αύριο.
– Όποτε θέλεις γλυκιά μου.
Η ώρα πέρασε, πέρασε, πέρασε. Η Δανάη έκοβε τις κλωστές με το ψαλίδι της. Είχε σχεδόν τελειώσει, όταν ακούστηκε η πόρτα..
– Ήρθαααα, ακούστηκε ο Στέλιος
– Εδώ, στην κρεβατοκάμαρα Στέλιο.
Δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του ο Στέλιος από το μεθύσι. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και έβγαλε το πουκάμισό του. Άρπαξε τη Δανάη με δύναμη, της κατέβασε το νυχτικό και την έριξε στο κρεβάτι.
– Όχι, όχι τώρα! Είναι ακόμα ξύπνιο το παιδί.
– Σκάσε, έλα εδώ!
– Όχι τώρα!!
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να ντυθεί. Σηκώθηκε και ο Στέλιος.
– Όταν σου λέω να έρχεσαι, θα έρχεσαι αμέσως, κατάλαβες;
Την άρπαξε από τα μαλλιά και την κόλλησε στον τοίχο.
– Σταμάτα, σταμάτα!
– Σκάσε, μην μιλάς!
Οι άνθρωποι γίνονται θεριά ανήμερα όταν τα πάθη τους ελέγχουν. Ο Άγγελος άκουγε, άκουγε και πήγαινε πέρα δώθε.
Και τώρα καθισμένος στο άδειο δωμάτιο, πάλι πέρα δώθε. Οι κραυγές στο μυαλό του συνεχίστηκαν. Ήταν οι εκρήξεις τις παιδικής του ηλικίας.
Η βία συνεχίστηκε..
– Το παιδί Στέλιο, το παιδί!
Την ξαναέπιασε από τα μαλλιά και την χτυπούσε στον τοίχο. Την σκούντηξε, με αποτέλεσμα να πέσει δίπλα στην ραπτομηχανή της. Η μύτη της άρχισε να τρέχει αίμα. Το αίμα της απελπισίας. Είδε το ψαλίδι στην ραπτομηχανή. Ένα δευτερόλεπτο είναι αρκετό για ν’ αλλάξουν όλα. Όταν βρίσκεσαι σε ανάγκη, το ανθρώπινο σώμα αποκτά τέτοια δύναμη που κανείς δεν το περιμένει. Πήρε το ψαλίδι και με δύναμη έτρεξε προς το μέρος του Στέλιου φωνάζοντας..
– Το παιδί Στέλιο, το παιδί!!
Δεκαπέντε φορές είπε τη λέξη «παιδί». Δεκαπέντε και οι πληγές που του έκανε στο σώμα.
Βγήκε από την κρεβατοκάμαρα με αίματα. Μπήκε στο μπάνιο, άνοιξε το νερό και χάθηκε στη δροσιά του. Τυλίχτηκε με την πετσέτα της, ντύθηκε με ένα ωραίο λευκό φόρεμα, βάφτηκε και κοίταξε τον καθρέφτη. Χτύπησε τρία ψηφία στο τηλέφωνο. Κάλεσε την αστυνομία, όπου παραδέχτηκε την πράξη της. Έκλεισε το τηλέφωνο και σκέφτηκε…. «Καθάρισε το σπίτι μου, καθάρισε..». Καμιά ενοχή δεν ένιωθε. Έπρεπε κάποια στιγμή να πάρει μια πρωτοβουλία. Αλλά, φόνος;;
Ένα δευτερόλεπτο είναι αρκετό για ν’ αλλάξει η ζωή…. Καμιά τύψη. Είχε φύγει ένα βάρος. Ένα βάρος που κάθε μέρα το σήκωνε. Άνοιξε την πόρτα του παιδικού δωματίου και είδε τον Άγγελο στην στάση του εμβρύου. Την κοίταξε με αγωνία. Πρώτη φορά έβλεπε τη μητέρα του τόσο όμορφη. Την αγκάλιασε χωρίς να το σκεφτεί.
– Ο μπαμπάς;
– Ο μπαμπάς έφυγε παιδί μου. Βρήκε την ησυχία του πια. Όλα καλά θα πάνε Άγγελε, όλα καλά!
Στην ατυχία του ο Άγγελος στάθηκε εν μέρει τυχερός. Βρέθηκε μια ανάδοχη οικογένεια που τον μεγάλωσε. Αξιοπρεπείς άνθρωποι, που τον στήριξαν. Η Δανάη βρισκόταν πια στην κρίση του δικαστή, όπου σίγουρα θα έπαιζαν ρόλο τα ελαφρυντικά. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε..
Ο Άγγελος επέστρεψε στο παρόν. Σηκώθηκε, δεν άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Έφτασε στην εξώπορτα, όπου συνάντησε τον Νεκτάριο.
– Λοιπόν;
– Κύριε Νεκτάριε, η μητέρα μου ήταν πολύ έντιμη γυναίκα. Δεν θα το πάρω το σπίτι. Θα το αφήσω έτσι για να θυμάστε τι έγινε εδώ. Αύριο φεύγω για την Φλωρεντία, όπου θα κάνω ακόμα μια νέα αρχή.
– Μια συγγνώμη είναι αρκετή;
– Πάντα η συγγνώμη έχει αξία..
Τον αγκάλιασε σφιχτά.
– Καλή τύχη αγόρι μου.
Κατέβηκε τα σκαλιά. Ανυπομονώντας να τον χτυπήσει ο αέρας. Έκλεισε την αυλόπορτα και είπε.. «Κάθε τέλος, μια νέα αρχή.» Μπήκε στο πρώτο ταξί που βρήκε.
– Πού πάμε μικρέ;
– Στην Κυψέλη.
Το τελευταίο του βράδυ στην Ελλάδα θα το περνούσε με την ανάδοχη οικογένειά του. «Κάθε τέλος και αρχή….»
Τέλος.
Υ.Γ. 1) Σύμφωνα με στατιστικές μελέτες – Μία στις τέσσερις γυναίκες θα βιώσουν κάποια μορφή κακοποίησης κάποια στιγμή στη ζωή τους
– Ο ξυλοδαρμός είναι ο πρώτος παράγοντας σωματικής βλάβης στις γυναίκες μεταξύ δεκαπέντε και σαράντα τεσσάρων ετών
– Κάθε δεκαπέντε δευτερόλεπτα μια γυναίκα κακοποιείται σωματικά
2) Ευχαριστώ θερμά για άλλη μια φορά τον δημοσιογράφο Ηλία Κακαβάνη για την βοήθεια και τις διορθώσεις στο κείμενο, καθώς και την Βασιλεία για το σκίτσο.