Είναι περασμένες δώδεκα. Ψυχή δεν υπάρχει στον δρόμο. Φαίνεται πως είναι όλοι μαζεμένοι στις οικογενειακές τους εστίες και ετοιμάζονται να πέσουν για ύπνο, όπως κάνουν όλοι οι συνηθισμένοι νοικοκυραίοι. Μόνο εγώ και μερικοί ακόμα ξενύχτηδες έχουμε βγει στη γύρα. Αλλά, ακόμα και εκείνοι αποφεύγουν να πατήσουν το πόδι τους σε αυτή την πλευρά της πόλης. Τι το κακό έχει η ερημιά; Εμένα μου αρέσει.
Ο ουρανός, αν και βράδυ, είναι ασυνήθιστα γαλάζιος. Τα άστρα θα φταίνε. Μοιάζουν με αστερόσκονη πάνω σε παιδική ζωγραφιά. Όλοι αυτοί που είναι μέσα, αυτό χάνουν. Όπου και αν γυρίσεις το κεφάλι θα δεις κάτι που την ημέρα δεν υπάρχει∙ λες και βρέθηκε εκεί δια μαγείας.
Βάζω τα χέρια στις τσέπες και ρίχνω ένα σάλτο από το παγκάκι. Ευθύς, νιώθω τα πόδια μου να ξεμουδιάζουν. Και αυτά την ελευθερία τους θέλουν. Συνέχεια διπλωμένα δεν τα αντέχουν. Σηκώνω το παντελόνι πιο ψηλά και ρίχνω το βλέμμα μου κάτω. Γελάω! Πώς να μη γελάσω. Αυτή τη φορά, δεν μπέρδεψα τα παπούτσια, αλλά τις κάλτσες. Δεν βαριέσαι… δυο τα βασικά χρώματα της ζωής!
Περπατάω στα φειδογυριστά πλακόστρωτα του πάρκου, σφυρίζοντας. Τα πουλιά μου απαντάνε. Ξενύχτηδες και δαύτα. Μπορώ να τα δω να πετάνε από κλαδί σε κλαδί, αφήνοντας τον απόηχο των φτερουγισμάτων τους. Με προκαλούν να τα ακολουθήσω. Αν ήμουν πιο νέος μπορεί και να σκαρφάλωνα.
Πριν από ένα χρόνο, δεν είχα σκεφτεί ποτέ τους βραδινούς περιπάτους. Βλέπεις, αν τύχαινε και ήμουν έξω, έλεγα πως θα πέσω πάνω σε κάθε λογής κακοποιά στοιχεία: χασικλήδες, μαστροπούς, κλεφτρόνια, φασαριόζους έτοιμους να σου αντιτείνουν το μαχαίρι κ.λ.π. και γύρναγα στο καταφύγιό μου με την ούρα στα σκέλια. Οι τέσσερις άσπροι τοίχοι ήταν ικανοί να με προστατεύσουν. Έτσι έλεγα. Μέχρι, που εκείνοι όλο και στένευαν, ώσπου μια μέρα με κατάπιαν. Μου στέρησαν το οξυγόνο και στο τέλος με έφτυσαν.
Τώρα, κάθε φορά που περπατάω στο σκοτάδι, δεν συναντώ κανέναν από αυτούς που φοβόμουν. Δεν λέω πως δεν υπάρχουν. Απλά, εγώ προτιμώ να μην τους βλέπω. Και όταν δεν τους βλέπω, δεν με βλέπουν και εκείνοι. Αντίθετα, αντικρίζω την άλλη πλευρά: μεγάλα παιδιά να τσιρίζουν από ευτυχία και να τρέχουν στους δρόμους, ερωτευμένα ζευγάρια να ψάχνουν να βρουν ένα λιμεράκι, όμορφες νεαρές να σουλατσάρουν γελώντας, μεθυσμένους από τη ζωή ανθρώπους και κάπου κάπου, κανέναν σαν και εμένα να ψάχνει την ομορφιά της νύχτας. Όποτε, συναντώ κανέναν από αυτούς τους τελευταίους, του λέω να σταματήσει να ψάχνει και να δει.
Καμιά φορά με παίρνουν για τρελό. Δεν με ενοχλεί. Γιατί, εγώ κατάφερα και βρήκα την στιγμή. Εκείνη, τη μικρή στιγμούλα που σε αφήνει να απολαύσεις τη ζωή.