Τι αφήνουμε πίσω όταν φεύγουμε;
Τις εμμονές μας -αν δεν είχαμε καταφέρει να τις αφήσουμε θα ήμασταν ακόμη εκεί πακτωμένοι.
Τη ρουτίνα μας, που μας δίνει μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, και συνήθως παρά την γκρίνια μας ανομολόγητα την αγαπάμε.
Τα ρούχα μας τα παπούτσια μας τα πράγματά μας, όσα δεν μπορούν να κουβαληθούν, γιατί μερικά είναι ακατάλληλα, μερικά έχουμε πολλά και πρέπει να διαλέξουμε, μερικά τα βρίσκεις παντού σιγά μην τα κουβαλήσεις, μερικά δεν είναι καν φορητά, μερικά πρέπει να μείνουν εκεί που είναι, μερικά θα ήταν απλώς ηλίθιο και σίγουρα περιττό, αλλά τα θέλω όλα μήπως και.
Τις υποχρεώσεις, της τελευταίας και της προηγούμενης στιγμής. Αυτές που προϋπήρχαν και εσκεμμένα και λογικά τις μεταθέτουμε κατάτι προκειμένου να εξυπηρετήσουμε την ανάγκη μας. Αυτές που προέκυψαν αφού προγραμματίστηκε η φυγή, και μπλόκαραν για λίγο το σύστημα, αλλά είτε σχεδόν μόνες τους μετατέθηκαν για μετά, όπως συνήθως συμβαίνει με τις φουριόζες αλλά ανώριμες απαιτήσεις, είτε νηφάλια και λογικά προγραμματίστηκαν σε εύλογο χρονικό διάστημα από την εμφάνισή τους.
Αυτούς που μας φροντίζουν και μας συντροφεύουν, που τους φροντίζουμε και τους συντροφεύουμε. Τυχεροί όσοι έχουν να αφήσουν πίσω. Λοιπόν όποιοι και να είναι αυτοί -σύντροφοι, γονείς, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, -και αυτοί και ο φυγάς χρειάζονται ένα διάλειμμα από την φροντίδα και τη συντροφιά. Και ας μοιάζει καμιά φορά αδιανόητο, αδύνατο, ή περιττό.
Τι παίρνεις μαζί σου τελικά όταν φεύγεις;
Τελικά τα παίρνεις όλα. Τις εμμονές σου πακετάκι σε ύπνωση. Τη ρουτίνα πακετάκι σε νέο έδαφος. Τα πράγματα θα τα χωρέσεις τελικά, οι περισσότερες βαλίτσες πτύσσονται ώστε να μπορούν να παραγεμίσουν εντελώς μαλακισμένα. Τις υποχρεώσεις, πολύ πιθανό να ξεροσταλιάσεις στο κινητό, στο σκάιπ και δε συμμαζεύεται. Αυτούς που φροντίζουν και συντροφεύουν, επίσης στο κινητό στο σκάιπ, αν όχι τελικά μαζί με σάρκα και οστά.
Συγχαρητήρια, δεν έφυγες ποτέ.
Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ελευθερία σου; Στο σημείο που ξεπερνάς εμμονές, ρουτίνα, πραματάκια, υποχρεώσεις και σχέσεις εξάρτησης, αλλά όχι πέρα από το σημείο που παραμελείς τα ανωτέρω.
Το θέμα είναι, μπορείς να εντοπίσεις αυτό το σημείο, χωρίς φόβο και πάθος, και να πεις πότε και πόσο και αν τελικά φεύγεις;
Και βέβαια μπορείς, σου το μάθανε όταν ήσουν παιδί και πήγες για πρώτη φορά σχολείο, πώς είναι δυνατόν να το ξέχασες; Σου το ξαναμάθανε όταν πήγες φοιτητής. Σου το ξαναμάθανε όταν άλλαξες δουλειά, σχέση, πόλη, χώρα.
Και το ζητούμενο φυσικά δεν είναι να φύγεις σώνει και ντε. Το ζητούμενο είναι να είναι κανείς σε θέση να το κάνει, όταν χρειάζεται. Και κυρίως να είναι σε θέση να το απολαύσει, γιατί τελικά πόσο συχνά έχουμε πραγματικά τη δυνατότητα να το κάνουμε, δηλαδή πόσο συχνά μπορεί κανείς να φτάσει στο σημείο μη παραμέλησης. Λίγες και καλές. Ε μην πάνε χαμένες.