“Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα”.
Γράφει η Κική Δημουλά για την ποίηση. Και παρατηρούμε πως πράγματι, σε αυτό το άνυδρο τοπίο της πεζής παρατήρησης και της καθημερινής τριβής που ονομάζουμε ζωή, το ποίημα έρχεται σαν μία βουβή κραυγή αντίδρασης να εδραιωθεί μέσα μας. Να εντοπίσει γόνιμο έδαφος στις πιο σκονισμένες γωνιές της ψυχής μας. Και από εκεί ακριβώς να αγκιστρωθεί και να εκμαιεύσει τον πιο αληθινό μας εαυτό. Τον πιο εύθραυστο και τον πλεόν ανισόρροπο. Διότι πάντοτε η ποίηση έχει σκοπό να αναστατώνει. Και όπως οι φουρτούνες επιβάλλουν στην θάλασσα να ξεβράσει στο τέλος κάθε κακοκαιρίας ναυαγούς και συντρίμια, έτσι και το ποίημα επιβάλλει στον αναγνώστη του να αποκαλυφθεί αναλλοίωτος από τις κοινωνικές συμβάσεις, την πολιτική ορθότητα και την “τυραννία του φωτός” όπως θα έγραφε και ο Καβάφης. Η ποίηση είτε ανασκαλεύοντας ό,τι επιδιώκουμε να μένει αθέατο, είτε σταθεροποιώντας τα πάθη μας, δεν παύει να διαδραματίζει τον ρόλο ενός πανίσχυρου αλλά ταυτοχρόνως και σκληρότατου προβολέα που μας δείχνει ακριβώς όπως οφείλει να μας δείξει. Αληθινούς.
Σε μία εποχή πρωτόγνωρων ταχυτήτων, μαζικής κατανάλωσης, άκριτου μιμητισμού και σχεδόν εμμονικής τάσης στροφής στο ακραίο “φαίνεσθαι”, φαίνεται πως μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων κάνουν απόπειρα να απέχουν από την αρρωστημένη ζωή που διαφημίζεται ως μοντέρνος βίος και στρέφονται στην αποκάλυψη του εαυτού τους. Επιδίδονται σε ένα άθλημα επιβίωσης όπου ο έρωτας, ο θάνατος, η μοναξιά, ο χρόνος, ο κοινωνικός προβληματισμός και οι ανθρώπινες σχέσεις πρωταγωνιστούν και τίθενται προς εξερεύνηση. Η ποίηση που άλλοτε αποτελούσε ένα άβατο για τους μη μυημένους, τώρα αποτελεί μία μορφή τέχνης που θα συναντήσει κάποιος στον βαμμένο με σπρέι τοίχο της γειτονιάς, στην αρχική σελίδα του facebook ή του Tumblr και σε τόπους όπου πριν από μία δεκαετία θα θεωρούσαμε ουτοπικό να υποστηρίξουμε πως θα βρεθεί η ποίηση. Τίθεται βεβαίως το ερώτημα σε αυτό το σημείο, πόσο ποιοτική είναι άραγε η ενασχόληση του σημερινού αναγνώστη με ένα ποιητικό έργο; Μήπως δίχως να το συνειδητοποιήσουμε,η ποίηση έχει μετατραπεί και αυτή σε ένα διαφημιζόμενο προιόν για τους λίγους αντιφρονούντες; Μήπως και η τέχνη γενικότερα, την οποία θεωρούμε αντισυμβατική και αποκαλυπτική λειτουργεί ως ένα καταπραϋντικό που απλώς άλλοι το αντιμετωπίζουμε με ευλάβεια και άλλοι επιφανειακά,πάντως όλοι με την επίφοβη ψευδαίσθηση της επανάστασης; Οι γηραιότεροι αναγνώστες τείνουν να συγκλίνουν προς αυτή τη θέση. Και δεν είναι να απορεί κανείς όταν γνωρίζουμε πως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μίλτος Σαχτούρης,ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και τόσοι άλλοι λογοτέχνες, εξοβελίζονται από το φυσικό τους περιβάλλον,την βιβλιοθήκη, και βρίσκουν προσωρινό κατάλυμα στην τυποποίηση του ηλεκτρονικού σλόγκαν δίχως ποτέ να το έχουν επιδιώξει οι ίδιοι.
Οι αναγνώστες σήμερα, μας δείχνουν τόσο από την μαζική συσπείρωσή τους σε ηλεκτρονικές σελίδες λογοτεχνικού-φιλολογόζοντος χαρακτήρα,όσο και από τον τρόπο που επιλέγουν να αφομοιώνουν την ποίηση, είτε με τη συνοδεία μουσικών θεμάτων , είτε με εικαστικές παρεμβάσεις πως η ποίηση κυρίως βιώνεται και λιγότερο κατανοείται! Έτσι όσο σημαντική φάνταζε πριν από κάποια χρόνια η αυτή καθεαυτή τέχνη του λόγου άλλο τόσο σημαντική φαντάζει σήμερα η παρουσίαση ενός ποιήματος παρά το ίδιο το ποίημα που εάν το πάρεις και το αποσυνθέσεις θα δεις μονάχα λέξεις και θα αναγνωρίσεις την παντοδυναμία τους όταν κολακεύονται από τους πρωτομάστορες του λόγου.
Κανείς δεν δύναται να αμφισβητήσει πως το φαινόμενο επιστροφής στην ποίηση με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο αποτελεί μία θετική εξέλιξη για την ευαισθησία του κόσμου, που είναι και το κύριο ζητούμενο εφόσον μονάχα με την ευαισθησία θα πάει ο κόσμος μπροστά,όπως μας δίδαξε και ο Μάνος Χατζιδάκις, ωστόσο πιστεύω πως οι σύγχρονοι αναγνώστες οφείλουν, στον εαυτό τους κυρίως, να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους και να στραφούν στον αρχικό τρόπο προσέγγισης της ποίησης, όχι βεβαίως από κάποιον παράλογο συντηρητισμό ή ρομαντισμό αλλά επειδή η πιο ωφέλιμη επαφή με την λογοτεχνία είναι η ουσιαστική και κοπιαστική ενασχόληση μαζί της, απαλλαγμένη από περιττά στολίδια . Έτσι μπορεί πράγματι να είναι γοητευτικό να ξέρουμε πως το ηλεκτρονικό δημόσιο προφίλ μας κοσμείται από έναν στίχο του Σεφέρη αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε και τον στίχο του “για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη”.
Εν κατακλείδι, η ποίηση ίσως να εξυπηρετεί μία εσωτερική επανάσταση. Μπορεί πράγματι να κλονίζει συθέμελα το σαθρό οικοδόμημα του μισθοσυντήρητου εαυτού μας και να υπενθυμίζει πως δεν αποτελούμαστε αποκλειστικώς από ύλη αλλά και από πνεύμα. Το πιο συναρπαστικό είναι πως τα πετυχαίνει όλα αυτά παρεισφρέοντας στον πιο ιδιωτικό μας κόσμο χωρίς να θεωρούμε ούτε στιγμή πως κάποιος αόρατος εχθρός παραβιάζει την πόρτα του ευαίσθητου ψυχικού μας περιβάλλοντος. Αντιθέτως, η αναστάτωση που μας προσφέρει η ποίηση είναι ηδονική και την αναζητούμε και σε άλλες μορφές τέχνης, όχι από κάποια αυτοτιμωρητική διάθεση αλλά επειδή γνωρίζουμε πως τα χτυπήματά της οδηγούν στην ημιλυτρωτική αποκάλυψή μας στον ίδιο μας τον εαυτό. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο η ποίηση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα επιπλέον προϊόν εξυπηρέτησής μας στον αγωνιώδη αγώνα αυτοπροβολής και ανούσιας δημοσιότητας αλλά ως ένα μέσο εσωτερικής προσέγγισης του εαυτού μας συνοδευόμενο από την αισθητική απόλαυση ανάγνωσης ενός άρτιου καλλιτεχνικού έργου