Ένα βράδυ του Απρίλη μέσα σε ένα δεξαμενόπλοιο με φορτίο αργό πετρέλαιο, ταξιδεύοντας από Αφρική για Καναδά.Μέσα στο πλοίο ένα κορίτσι μέλος του πληρώματος, με μοναδική της συντροφιά τη θάλασσα, τον ουρανό, το φεγγάρι και τη μοναξιά της.Εκείνος είναι εκεί, μαζί της στο ίδιο πλοίο, τα σώματα τους ταξιδεύουν με προορισμό τον Καναδά, οι ψυχές τους όμως με ποιον προορισμό? Ένας είναι ο προορισμός αυτής της αγάπης το ”άγνωστο”, κι ενώ το ξέρουν και οι δυο δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να το αλλάξουν αλλά ούτε και να το σταματήσουν. Βλέπεις υπάρχουν ανθρώπινες σχέσεις όπου κυρίαρχος είναι πάντα το μυαλό. Στη δική τους σχέση όμως αυτό δεν συμβαίνει, αυτούς τους ελέγχει μόνο η καρδιά.
Εκείνη ξαπλωμένη και τον σκέφτεται, κοντεύει να ξημερώσει κι ακόμα τον σκέφτεται, χωρίς να κάνει τίποτα άλλο, εκτός από το να καπνίζει ασταμάτητα. Αυτή είναι η συντροφιά της ο καφές και η νικοτίνη. Ξαφνικά μέσα από το σκοτάδι, ξεπροβάλλει το φως αργά αργά και βασανιστικά, εκείνη με όσες δυνάμεις της έχουν απομείνει, σηκώνεται από το κρεβάτι για να δει από που ήρθε όλο αυτό το φως. Ξαφνικά εμφανίζεται εκείνος, τον είδε και πάγωσε, ένιωσε πως τα πόδια της έγιναν ατσάλινα σπαθιά που έσκιζαν το πάτωμα. Στέκεται και τον χαζεύει, απεριποίητη, ατημέλητη, κουρασμένη και ξαφνικά έρχεται η στιγμή που τα πόδια της την εγκαταλείπουν και σωριάζεται μπροστά του. Από εκεί και μετά σταματάει ο χρόνος και όλα έχουν σκοτεινιάσει πάλι.
Μετά από ώρα αφού άνοιξε τα μάτια της, ένιωσε το άγγιγμα του στο πρόσωπο της, χωρίς να μιλήσει κατάλαβε πως ήδη βρίσκεται στην αγκαλιά του.Ο χρόνος έχει πλέον σταματήσει και για τους δυο.Η ανατολή του ηλίου τους βρίσκει εκεί στο μονό κρεβάτι αγκαλιά. Δεν έχει μιλήσει κανένας από τους δυο. Άλλωστε δεν έχουν τι να πουν, ακούγονται οι χτύποι από τις καρδιές τους. Οπότε τα λόγια είναι εντελώς περιττά. Η ώρα πέρασε όμως και ο ήλιος έχει βγει για τα καλά και έτσι εκείνη βρίσκει τη δύναμη να σηκωθεί και να κοιτάξει το ρολόι, είναι η ώρα που πρέπει πάλι να χωριστούν ώστε να πάει ο καθένας στο πόστο του. Εκείνος είναι ακόμα εκεί ξαπλωμένος και την κοιτάζει… Εκείνη νιώθει τόσο όμορφα και παράλληλα τόσο αμήχανα. Δεν ξέρει τι να κάνει, σκέφτεται αν πρέπει να τον φιλήσει η απλά να ανοίξει την πόρτα και να του πει πως πρέπει να φύγει.
Τελικά δεν κάνει τίποτα από τα δυο, και έτσι σηκώνεται εκείνος από το κρεβάτι και την πλησιάζει αγγίζοντας τα μακριά μαλλιά της και δίνοντας της ένα φιλί τόσο γλυκό, με τόσα χρώματα μέσα, σαν αυτά που γεμίζει η θάλασσα τη στιγμή που δύει ο ήλιος για να εμφανιστεί το φεγγάρι. Η πόρτα άνοιξε κι εκείνος έφυγε και εκείνη τη στιγμή εκείνη έτρεξε στο ημερολόγιο της για να του γράψει μόνο αυτό:
Οι ψυχές μας σαν την μεγάλη μας αγάπη τη θάλασσα… ποτέ δεν ησυχάζουν!!!