Το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης ολοένα και οξύνεται. Ιδίως σε μια εποχή δυσμενών οικονομικών δυσπραγιών όπως η σημερινή, έχει λάβει τρομοκρατικές διαστάσεις και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Όμως, όπως κάθε φωτιά έχει καπνό, έτσι και κάθε πρόβλημα έχει αιτία. Για να εξετάσουμε διεξοδικά το θέμα της λαθρομετανάστευσης, οφείλουμε να ξεκινήσουμε εκ του μειόντος και από κάποιους εξωτερικούς παράγοντες.
Αν αναχθούμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο ,το πρόβλημα φαίνεται να αντιμετωπίζεται αρχικά με την παρουσία τους στις παραμεθόριες περιοχές της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον κανονισμό του Δουβλίνου 1 και 2 κριτήριο για την διεξαγωγή της ήταν η εξέταση της αίτησης ασύλου κάποιου πρόσφυγα. Αυτό σήμαινε πως σε οποιαδήποτε χώρα έφτανε ο πρόσφυγας, αυτή έπρεπε και να εξετάσει το ενδεχόμενο αίτησης ασύλου. Ως εκ τούτου, η χώρα μας κατέστη το υπ’ αριθμόν ένα ή έστω ανάμεσα στα πρώτα κράτη-μέλη για την παροχή ασύλου σε πρόσφυγες. Ακόμη και στην περίπτωση που ο μετανάστης κατάφερνε νομίμως ή ανομίμως να περάσει σε ένα άλλο κράτος, αμέσως επαναπροωθούντο στην Ελλάδα για την εξέταση ασύλου. Ο καινούργιος κανονισμός Δουβλίνο 3, ορίζει πως η παραμονή κάποιου πρόσφυγα θα πρέπει να είναι βραχείας διάρκειας χωρίς όμως να ξεκαθαρίσει τα υπόλοιπα σημεία του καταστατικού.
Τι συμβαίνει όμως στην ελληνική πραγματικότητα? Αν εξετάσουμε το συγκείμενο της Ιστορίας , θα δούμε πως από το 1830 η πολιτική βούληση ωχριά. Και αυτό γιατί πολύ απλά η Ελλάδα εξαρτιόταν, εξουσιαζόταν και εκπορευόταν από μια πολιτική ελίτ που υπέκυπτε στα προτεκτοράτα ξένων συμφερόντων. Έτσι αν η Ελλάδα είχε επιδείξει σθένος και στιβαρή παρουσία στην διεθνή σκηνή από τους εκπροσώπους μας, ίσως το θέμα να είχε πάρει άλλη τροπή. Έτσι εξηγείται γιατί βλέπουμε τόσους πρόσφυγες σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδος και με τρόπο που τώρα απειλείται και η δική μας πολιτιστική κληρονομιά, κοινωνική συνοχή.
Όμως δεν φταίει μόνο η κακή διαπραγματευτική διαχείριση των πολιτικών ιθυνόντων αλλά και η ελληνική νοοτροπία. Επί παλαιότερες εποχές, οι μετανάστες αντιμετωπίζονταν ως μια «χρυσή ευκαιρία» για τεράστια οικονομικά ποσά από την Ε.Ε, οι οικονομικές απολαβές του μεταναστευτικού ζητήματος ήταν το θέμα «φιλέτο» πάνω στις διαπραγματευτικές καρέκλες. Μόλις όμως αυτές οι απολαβές άρχισαν να καθυστερούν, οι πρόσφυγες έγιναν ξαφνικά οι αποδιοπομπαίοι τράγοι και ο ρατσισμός κορυφώθηκε συλλήβδην. Πώς τώρα παραπονιόμαστε για την εγκληματικότητα που σημειώνεται σε κάθε γωνία της Ελλάδος την στιγμή που αυτό το σύμπτωμα θεωρείται εγγενές χαρακτηριστικό της δικής μας χώρας? Αυτό βέβαια είναι το λιγότερο έρχεται να πει κάποιος αν σκεφτούμε πως το κράτος αποτυγχάνει να διευθετήσει θέματα ποινικής καταστολής, αληθινών περιπτώσεων εγκληματικότητας και βίας μέσα στις ελληνικές φυλακές.
Βέβαια υπάρχει και η μερίδα εκείνων των ανθρώπων που θα πουν: «είναι, ωστόσο, μια καλή ευκαιρία να τους ξεφορτωθούμε». Φράσεις όπως: “εδώ δεν μπορούμε να ταΐσουμε τα παιδιά μας, θα ταΐσουμε και τους ξένους?», δείχνουν την σκληρή ελληνική πραγματικότητα χωρίς ίχνος ανθρωπιάς. Πάνω απ’ όλα είμαστε άνθρωποι και η ευρωπαϊκή ταυτότητα μας θα πρέπει να είναι ίδια για όλους. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν την ανάγκη μας γιατί κάποια άλλη ανάγκη τους προώθησε να εκπατριστούν και να επαναπατριστούν σε κάποια άλλη χώρα. Εμείς, ως ελληνικός λαός σε ποια σημεία δείχνουμε ότι είμαστε ανθρωπιστές όταν θέλουμε να τους αφήσουμε έξω μόνο και μόνο για να «σώσουμε» το τομάρι μας? Θα είμαστε ευχαριστημένοι αν έχουμε μια χώρα με που λειτουργεί εύρυθμα με αντίτιμο την κοινωνική – επιλεγμένη – απαξίωση σε ανθρώπους που μας έχουν ανάγκη? Αυτό το μήνυμα θέλουμε να δώσουμε στις επόμενες γενιές?
Οφείλουμε συμπολίτες, να εισέλθουμε σε μια προβληματική βαθιάς περισυλλογής και να αναλογιστούμε τι θέση θα πάρει η Ελλάδα εκ των έσω και οι ευρωπαϊκοί εκπρόσωποι μας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο πάνω στο μεταναστευτικό ζήτημα, ποιες πρακτικές θα υιοθετήσει προκειμένου να απορροφήσει τον τεράστιο αριθμό προσφύγων, ει το συντομότερο δυνατό, αν θέλουμε να σώσουμε κάτι από την ανθρωπιά μας και τον πλούτο μας. Δεν είναι λύση η εκδίωξη και η άσκηση πολιτικού VETO σε ένα τόσο μείζονος σημασίας και ευρωπαϊκού βεληνεκούς ζήτημα.