Όταν χειμωνιάζει, για μένα είναι η πιο όμορφη εποχή για να διαβάζω θεατρικά έργα. Νομίζω είναι ο τέλειος συνδυασμός, το πρωινό ξύπνημα παρέα με έναν ζεστό καφέ, λίγη μουσική και κρυμμένη στα σκεπάσματα, να διαβάζω την ώρα που έξω βρέχει! Αυτή τη φορά είχε σειρά ο Νορβηγός Ίψεν, ένας από τους πιο κλασικούς δραματουργός και ποιητής, γεννήθηκε το 1828 και πέθανε το 1906. Πρόκειται για μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες, του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου. Έργα που παρουσιάζουν ρεαλιστικά τους ήρωες και τις ζωές του, ίσως για μερικούς να είναι σκληρός ο τρόπος του. Αφού τις περισσότερες φορές είτε τον λατρεύουν, είτε τον αντιπαθούν. Οι «Βρυκόλακες» είναι από τα έργα που ήταν μια «γροθιά» των φαινομενικά αληθινών ηθών. Όταν ο Ίψεν εξέδωσε τους Βρυκόλακες το 1881, οι αντίδραση των κριτικών ήταν αρνητική και κανένα θέατρο του Βορρά, δεν τολμούσε να ανεβάσει το έργο του. Εκτός από τον ηθοποιό, Άγκουστ Λίντμπεργκ που από την αρχή είχε καταλάβει, το νόημα και την σπουδαιότητα του έργου. Ακόμη όμως κανένας δεν παραχωρούσε τη σκηνή για να παιχτεί το έργο. Τότε ο Λίντμπεργκ αποφάσισε να ξεκινήσει τις παραστάσεις στην επαρχεία. Στις παραστάσεις αυτές, υπήρχαν αρκετοί δημοσιογράφοι από την Δανία και την Σουηδία, γεγονός που βοήθησε αρκετά στο να γραφτούν θετικές κριτικές. Ο Λιντμπεργκ είχε λάβει υπόψη του, τις οδηγίες του συγγραφέα – μέσα σ’ όλες οι πιο σημαντικές υποδείξεις ήταν: οι ηθοποιοί να γελάνε με τον αινιγματικό τρόπο του Ίψεν και να κλαίνε με πραγματικά δάκρυα!
Η ιστορία αποτελείται από πέντε χαρακτήρες, που στην αρχή ίσως φαίνεται απλή η σχέση τους, χωρίς κάποιο βάθος αλλά στο τέλος καταλαβαίνουμε ότι όλοι μεταξύ τους έχουν κάποια σχέση που επηρεάζει το παρόν τους. Φοβάμαι όμως ότι άθελα μου, θα φανερώσω κάτι από την πλοκή που δεν πρέπει οπότε θα μείνω μόνο στους χαρακτήρες του Ίψεν.
Στην αρχή γνωρίζουμε την Ρεγγίνα, που φροντίζει το σπίτι της κυρίας Άλβιγκ –που την έχει σαν κόρη της. Η σημασία της Ρεγγίνας όμως δεν είναι τόσο ασήμαντη, είναι το κλειδί όλης της κρυφής υπόθεσης που ξετυλίγεται αργά, αργά. Το κύριο συναίσθημα της είναι ο φόβος και έχει μάθει να λειτουργεί μόνο μ’ αυτόν. Έτσι κάνει τα πάντα για την καλύτερη, δυνατή αποκατάσταση της. Λίγο αργότερα εμφανίζεται ο Έγκστραντ- ο πατέρα της, που είναι μια κλασική φιγούρα, ένας αλκοολικός και ανεπρόκοπος πατέρας, που θα εκμεταλλευόταν ακόμα και την κόρη του για να κερδίσει κάτι. Έτσι και η σχέση μεταξύ κόρης και πατέρα, είναι πολύ ψυχρή. Στην συνέχεια καταφτάνει στο σπίτι ο πάστορας Μάντερς, είναι εκπρόσωπος του ιερατείου, ένας δειλός άνθρωπος που δεν χάνει ευκαιρία να κρίνει και να επεμβαίνει στις ζωές των άλλων, με το προσωπείο πάντα, του «συμβούλου». Δείχνει ηθικός, όπως συμβαίνει όμως σε τέτοιες περιπτώσεις κρύβει ένα ανήθικο μυστικό. Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται και η κα Άλβιγκ, μια γυναίκα της υψηλής κοινωνίας που ετοιμάζεται να εγκαινιάσει ένα ορφανοτροφείο, προς τιμή του νεκρού άντρα της. Η κα Άλβιγκ είναι μια γυναίκα που διαβάζει αρκετά βιβλία και έτσι σκέφτεται και βλέπει τον κόσμο διαφορετικά, όπως αναφέρει και η ίδια. Έχει τα δικά της μυστικά και το δικό της βασανισμένο παρελθόν- τον γάμο της με τον λοχαγό ‘Αλβιγκ, έναν άντρα που έκανε αχαλίνωτη ζωή. Ολοκληρώνονται οι χαρακτήρες με την παρουσία του γιου της κυρίας Άλβιγκ, τον Όσβαλτ που πολύ νωρίς έφυγε από το σπίτι – ο λόγος μας γίνεται γνωστός μέσα από μια ιστορία της μητέρας του. Γυρίζει όμως τώρα, σε μια από τις πιο κρίσιμες για την ζωή του στιγμές. Η σχέση του με την μητέρα του, παρ’ όλου που δεν την έζησε πολύ, είναι θερμή, υπάρχει αγάπη και από τις δυο μεριές. Με τον πατέρα του από την άλλη οι δεσμοί τους είναι ανύπαρκτοι, διότι δεν τον «έζησε» μονάχα από τα γράμματα της μητέρας του.
Αυτοί λοιπόν είναι οι «Βρυκόλακες», που οι κουβέντες και οι πράξεις του παρελθόντος δεν γίνεται να αλλάξουν και τους αναγκάζουν να ζήσουν με έναν άλλον, εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτόν που επιθυμούν.
Το να αποζητάς την ευτυχία σ’ αυτήν τη ζωή, είναι η πραγματική έννοια της ανταρσίας. Ερρίκος Ίψεν.