Όσο υπάρχουν πλοία, υπάρχει και πειρατεία. Η ύπαρξη μορφών πειρατείας στα γεωγραφικά όρια των σημερινών ελληνικών θαλασσών ανάγεται συνεπώς πίσω στην αρχαιότητα και εκτείνεται χρονολογικά μέχρι την δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους κράτους στα μετά-επαναστατικά χρόνια. Το άρθρο αυτό επιχειρεί να καλύψει, τα ”χρυσά χρόνια” της πειρατείας στις προαναφερθείσες θάλασσες. Αν και ο όρος ”χρυσά χρόνια” της πειρατείας έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κυρίως το χρονικό διάστημα που εκτείνεται από 1650 μέχρι το 1730 στις θάλασσες της Καραϊβικής και του Ατλαντικού, την ίδια περίοδο αλλά και αρκετά νωρίτερα, η πειρατεία άκμασε και στην ανατολική Μεσόγειο.
Η πειρατεία, φαινόμενο πανάρχαιο και ενδημικό στη Μεσόγειο, παρουσιάζει κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας ιδιαίτερη έξαρση και εξελίσσεται σε αληθινή μάστιγα για τους πληθυσμούς των νησιών και των παράλιων των ελληνικών θαλασσών. Συντελεστές αποφασιστικοί της πρωτοφανούς διάδοσης τηςστάθηκαν η αδυναμία της ναυτικής δυνάμεως των κυρίαρχων κρατών αυτού του χώρου, να διατηρήσουν τον ουσιαστικό έλεγχο των θαλασσών, καθώς και ο οξύς ανταγωνισμός που εκδηλώθηκε μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ανάμεσα στη Βενετική Δημοκρατία και στον νέο κυρίαρχο της ανατολικής Μεσογείου για την κατοχή των εμπορικών και στρατηγικών θέσεων της. Οι αλλεπάλληλοι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι ενθάρρυναν τους πειρατές αλλά και τους αποθράσυναν καθώς οι αντιμέτωπες δυνάμεις τους χρησιμοποιούσαν ευρύτατα στις επιχειρήσεις τους όπως και έκαναν με άλλα τυχοδιωκτικά στοιχεία.

Οι ελληνικές θάλασσες με τα πολλά, μικρά και μεγάλα, νησιά παρουσίαζαν ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη και τη συντήρηση της πειρατείας. Χάρτης των Κυκλάδων και των νησιών του Νοτιοανατολικού Αιγαίου, 1688, Olfert Dapper.
Έτσι κατά τον 15ο και 16ο αιώνα η πειρατεία παρουσιάζει οργάνωση και συστηματική μορφή στη λεκάνη της Μεσογείου. Πόλεις και χώρες ολόκληρες, ιδίως των βόρειων και βορειοδυτικών ακτών της Αφρικής, όπως το Αλγέρι, η Τύνιδα και το Μαρόκο, εξαρτώταν οικονομικά από τη πειρατεία. Ενώ το ναυτικό των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής όταν βρίσκονταν στα νερά της Μεσογείου, όχι μόνο δεν περιπολούσε κατά της πειρατείας αλλά δεν δίσταζε να εκτρέπεται σε επιδρομές και πειρατικές ενέργειες από το δέλεαρ του κέρδους. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η επικράτηση σε ολόκληρη τη Μεσόγειο μιας κατάστασης ακήρυκτου πολέμου που επέτρεπε στους ικανούς αλλά και αδίστακτους θαλασσομάχους να πλουτίσουν εις βάρος εμπορικών πλοίων, στη λιγότερο δυσάρεστη περίπτωση, ή εις βάρος των παράλιων πληθυσμών.
Οι απαρχές της έξαρσης της πειρατείας
Το πανάρχαιο φαινόμενο της πειρατείας στον χώρο της Μεσογείου εντάθηκε στην περίοδο της τουρκοκρατίας, γιατί οι Τούρκοι εξαιτίας των συνεχών πολέμων αδυνατούσαν να ελέγχουν τις θάλασσες. Έτσι πειρατές κάθε εθνικότητας λυμαίνονταν τα ελληνικά πελάγη. Τούρκοι από τα παράλια της Μικράς Ασίας και βορειοαφρικανοί πειρατές από την Τύνιδα, το Αλγέρι και το Μαρόκο έδρασαν το 15ο και 16ο αιώνα. Πραγματική λαίλαπα όμως υπήρξε η δράση του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα που με τις επιδρομές, τις λεηλασίες και την αιχμαλωσία, έσπειρε το τρόμο και τον όλεθρο στο Αιγαίο και στο Ιόνιο και ερήμωσε αρκετά νησία.
Για τους Ρωμαίους η θάλασσα παραμένει πάντα ένα αντικείμενο φόβου μάλλον παρά περιέργειας. Την εποχή που το Βυζάντιο διαδέχθηκε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου το θαλάσσιο εμπορικό κέντρο μεταφέρθηκε στη Κωνσταντινούπολη, την καινούργια πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Οι βυζαντινοί δρόμωνες κυριαρχούσαν στην Μεσόγειο και το θέμα των καραβισιάνων αποτελούσε ένα μεγάλο κομμάτι της αυτοκρατορίας. ”Τον στόλον αγωνίζου πάντοντε ακμάζειν και έχειν αυτόν ανελλιπή. Ο γαρ στόλος εστίν η δόξα της Ρωμανίας”. Αργότερα όταν το Βυζάντιο άρχισε να εγκαταλείπει τη θάλασσα, η Βενετία άρχισε σταδιακά να παίρνει στα χέρια της τη θαλασσοκρατία της Μεσογείου και ιδιαίτερα τη κυριαρχία των σημερινών ελληνικών θαλασσών, σηματοδοτώντας την απαρχή μια νέας εποχής, ενός νέου status quo στη θάλασσα της Μεσογείου. Η εγκατάλειψη του ναυτικού δεν προμήνυε μονάχα τη πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά και την απώλεια της έννομης τάξης στις θάλασσες της πρώην δικαιοδοσίας της, με συνέπεια τη κάθετη άνοδο της πειρατείας.

Το 1816, μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων, Βρετανοί και Ολλανδοί βομβάρδισαν το Αλγέρι, μια πειρατική σφηκοφωλιά, για να εξαλείψουν την απειλή των πειρατών της Μπαρμπαρίας. Πίνακας του George Chambers, ζωγράφου ναυτικής θεματολογίας.
Ήδη κατά τα τελευταία Βυζαντινά χρόνια μουσουλμάνοι πειρατές, οι Μπαρπαρέζοι ή Αλγερινοί, Τυνήσιοι και Μαροκινοί, δρούσαν σε όλη τη Μεσόγειο και λεηλατούσαν τα παράλια της από την Ισπανία ως τη Συρία. Η κατάσταση επιδεινώθηκε, ιδιαίτερα στην ανατολική Μεσόγειο, μετά τη προέλαση των τουρκικών φυλών στη Μικρά Ασία και την εγκατάσταση τους στα δυτικά παράλια της, από όπου ενεργούσαν επιδρομές στα νησιά του Αιγαίου. Το 1456-1457 Τούρκοι πειρατές της Μικράς Ασίας, κατέστρεψαν τη Νίσυρο και την Κάλυμνο.
Πειρατές εξορμούσαν από τα παράλια της Μικράς Ασίας εναντίων των γειτονικών νησιών, αναγκάζοντας πολλούς από τους κατοίκους τους να τα εγκαταλείπουν. Τα μικρότερα νησιά, μην μπορώντας να αμυνθούν στις επιδρομές, ερημώθηκαν βαθμιαία. Έτσι αναφέρεται ότι το 1512 τα Αντικύθηρα ήταν έρημα, γιατί οι πειρατές τα είχαν λεηλατήσει.
Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσα

Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσα, 1478-1546. To 1520 ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής τον αναγνώρισε ως τον σπουδαιότερο στυλοβάτη της ναυτικής δύναμης της αυτοκρατορίας και του απένειμε το τίτλο του αρχιναυάρχου (καπουδάν πασά). Οι επιδρομές του, με τις ευλογίες της Πύλης ήταν καθαρά πειρατικές ενέργειες και η δράση του έσπερνε τον όλεθρο στους πληθυσμούς των ελληνικών παραλίων και νησιών.
Ο Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσα (κοκκινογένης, όνομα που του δόθηκε λόγω της κόκκινης γενειάδας του), μαζί με τον αδερφό του Αρούτζ ήταν οι πιο φημισμένοι πειρατές της Μπαρμπαρίας. Λέγεται ότι ήταν γιοί ενός Έλληνα εξωμότη. Σκόρπισαν το φόβο σε όλα τα παράλια της Μεσογείου ενώ κατά τη διάρκεια του Ενετοτουρκικού πολέμου λεηλάτησαν τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους, καθώς και την Κρήτη από όπου και πήραν 15.000 αιχμαλώτους. Μετά το θάνατο του Αρούτζ, το 1518, ο Χαϊρεδδίν έγινε κυβερνήτης της Αλγερίας και συνέβαλε στη ναυτική κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
- Το 1537 ο Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσα επιτέθηκε εναντίον της Κέρκυρας και για να αυξήσει τα πληρώματα του απήγαγε χιλιάδες χριστιανούς από την ύπαιθρο του νησιού, πρακτική που επαναλήφθηκε στη Πάργα, τους Παξούς, τη Ζάκυνθο και τα Κύθηρα.
- Το Οκτώβριο του ίδιου έτους, προσέβαλε την Αίγινα, από όπου πήρε 6.000 αιχμαλώτους για να επανδρώσει τα καράβια του.
- Μέχρι της αρχές του επόμενου χρόνου είχε καταλάβει τα νησιά της Σύρου, τα Γιούρα, τη Σέριφο, την Ίο, την Ανάφη, την Αστυπάλαια, την Αμοργό και τέλος την Πάρο.
Το καλοκαίρι του 1538, ο Μπαρμπαρόσα εξέπλευσε με 80 πειρατικά πλοία, διενεργώντας επιδρομές στις βόρειες Σποράδες, καταλαμβάνοντας τη Σκιάθο. Στράφηκε αργότερα προς τη Κρήτη όπου λεηλάτησε τη Σητεία και το άλλες περιοχές του σημερινού νομού Λασιθίου. Επιστρέφοντας στη Κωνσταντινούπολη έκανε επιδρομές εναντίον της Κάρπαθου, της Αστυπάλαια και της Κω, νησιά στα οποία επέβαλε φόρους προς χάριν του Σουλτάνου.
Λατίνοι πειρατές

Οι πειρατές προσέγγιζαν συνήθως το πλοίο στόχο από την πρύμνη ή την πλώρη, όπου δεν υπήρχαν κανόνια για να τους χτυπήσουν. Έδεναν με γάντζους το δικό τους σκάφος στο πλοίο-στόχο και με σκοινιά ρίχνονταν στο κατάστρωμα του (ρεσάλτο), όπου με μάχη σώμα προς σώμα προσπαθούσαν να εξοντώσουν το πλήρωμα του πλοίου, αν αυτό αντισκεκόταν. Η λέξη ρεσάλτο έχει ιταλική προέλευση και σημαίνει αναπήδηση. Η ταχτική αυτή όχι μόνο δεν είναι μονάχα πειρατική αλλά χρησιμοποιούνταν και από τακτικά πληρώματα ήδη από τα αρχαία χρόνια.
Αλλά και Λατίνοι πειρατές έδρασαν στις ελληνικές θάλασσες, κυρίως Γάλλοι, Ιταλοί και Ισπανοί. Άλλοτε πολεμώντας εναντίον των Τούρκωνκαι άλλοτε λεηλατώντας τα νησιά, απέκτησαν τεράστιο πλούτο και αίγλη και αργότερα ηρωοποιήθηκαν σχεδόν για τα κατορθώματα τους. Ορμητήρια για τις επιχειρήσεις τους είχαν πολλά νησιά του Αιγαίου, από τα οποία σημαντικότερα ήταν η Μήλος, η Πάρος και η Σκύρος. Σπουδαιότεροι όμως από όλους τους Λατίνους πειρατές ήταν οι Ιωαννίτες ιππότες που, έχοντας κυριότερα ορμητήρια τη Ρόδο και τα Δωδεκάνησα μέχρι το 1522 και τη Μάλτα μέχρι το 1530, απέβησαν αμείλικτοι πολέμιοι των Τούρκων, στρέφονταν όμως συχνά και εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών του Αιγαίου προξενώντας τεράστιες καταστροφές.
Από τους χριστιανούς πειρατές συνεπώς οι πλέον επικίνδυνοι υπήρξαν, όχι μόνο για τους μουσουλμάνους αλλά και για τους ομόθρησκους τους, οι ιππότες του τάγματος του Άγιου Ιωάννη. Οι Ιωαννίτες ιππότες μετά την έξωση τους από τη πρώτη τους έδρα στην Ιερουσαλήμ και ύστερα από αρκετές περιπλανήσεις, εγκαταστάθηκαν το 1310 στη Ρόδο και σε άλλα Δωδεκάνησα και με ορμητήρια τα νησιά αυτά ανταπέδιδαν τα πλήγματα των Τούρκων με ανάλογη αγριότητα. Αλλά και απέναντι των χριστιανών η στάση τους δεν ήταν λιγότερο σκληρή (η Χίος υπήρξε το 1599 θύμα οργανωμένης, καταστρεπτικής επίθεσης).
Η σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η πύκνωση των εμπορικών σχέσεων ανατολής και δύσης, και επομένως η υπόσχεση πλούσιας λείας στις θάλασσες του Ιονίου και του Αιγαίου, οδήγησαν σε μεγάλη έξαρση της πειρατείας από Λατίνους πειρατές στις αρχές του 17ου αιώνα. Επωφελούμενοι από αυτή τη κατάσταση πολλοί ξένοι τυχοδιώκτες, αρκετοί μάλιστα από αυτούς ευγενείς (που χρηματοδοτούσαν με τα κεφάλαια τους κουρσάρικες επιχειρήσεις), πλημμύριζαν με τα καράβια τους το Αιγαίο, χρησιμοποιώντας ως ορμητήρια μικρά νησιά των Κυκλάδων.
Έλληνες Πειρατές
Εκτός από τους Μουσουλμάνους και τους Φράγκους πειρατές, τις ελληνικές θάλασσες λυμαίνονταν, όπως αναφέρθηκε και Έλληνες, ιδιαίτερα κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου που είχαν μαθητεύσει προηγουμένως στα πειρατικά των Φράγκων.

Πειρατές και κουρσάροι όργωναν το Αιγαίο, πολλές φορές υπό τις ευλογίες διαφόρων κρατών που βρίσκονταν σε ανταγωνισμό. Φημισμένους πειρατές έβγαλε η Μάνη, η Μύκονος, η Αμοργός, η Κάσος, ανθρώπους ανελέητους που άρπαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, αγαθά και ανθρώπους που τους πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Πίνακας του Carl Wilhem von Heideck.
”Ανάμεσα στο ελληνικό έθνος υπάρχει μια φυλή, χωρίς κτηματική περιουσία, κάπου δύο χιλιάδες ψυχές, που ζει από τη ληστεία. Λεηλατούν τους θαλασσινούς με τις πειρατικές τους επιδρομές. Άλλοτε χρησιμοποιούν καράβια, άλλοτε στήνουν ενέδρα πίσω από τους βράχους των ακτών της Μάνης και περιμένουν πότε η τρικυμία θα παρασύρει ως τις κρυψώνες τους κανένα καράβι προσφέροντας τους εύκολη και σίγουρη λεία.” [Choiseul Gouffier, Γάλλος πρεσβευτής στη Κωνσταντινούπολη.]
Από τον 17ο αιώνα και εξής εμφανίστηκαν και Έλληνες πειρατές. Σπουδαιότεροι από αυτούς υπήρξαν οι Μανιάτες. Λόγοι καθημερινών αναγκών και η εξαιρετική θέση της Μάνης οδήγησαν τους ριψοκίνδυνους και αδάμαστους κατοίκους της σε αυτόν το τρόπο ζωής. Η δράση των Ελλήνων πειρατών συνεχίστηκε και αργότερα και πολλοί από αυτούς απετέλεσαν τους άξιους προγόνους των θαλασσομάχων της ελληνικής επανάστασης.
”Η κυριότερη απασχόληση των Μανιατών είναι η πειρατεία και το μεγαλύτερο εμπόριο τους οι αιχμάλωτοι. Το Οίτυλο ονομαζόταν Μεγάλο Αλγέρι. Αιχμαλωτίζουν και πουλάνε τους χριστιανούς στους Τούρκους και τους Τούρκους στους χριστιανούς.”[Guillet de la Guilletiere, 1675]
Εκτός από τη Μάνη, η Ίος αναφερόταν από τους Τούρκους χαρακτηριστικά ως ”Μικρή Μάλτα” (μετά τη φυγή των Ιωαννιτών από τη Ρόδο, συνέχισαν να ασκούν πειρατεία με νέο ορμητήριο αυτή τη φορά τη Μάλτα, γιαυτό και το αντίστοιχο προσωνύμιο), εξαιτίας της πειρατικής δραστηριότητας των κατοίκων της. Πειρατική δραστηριότητα άσκησαν και οι κάτοικοι της Τήνου μέχρι τουλάχιστον το 1715, χρονιά που η Τήνος καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Η Τήνος το μόνο ως τότε ενετοκρατούμενο νησί του Αιγαίου, υπήρξε γιαυτό το λόγο εξαιρετικό ορμητήριο πειρατικών επιδρομών.
Πειρατεία και επανάσταση
Η πειρατική δράση των Ελλήνων θαλασσινών τους εξοικείωσε με τη τέχνη του ναυτικού πολέμου και υπήρξε η αφετηρία μια πολεμικής παράδοσης, η οποία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τους θαλασσινούς αγώνες υπέρ της ελευθερίας. Από την έναρξη του Αγώνα οι Έλληνες ναυτικοί διεκδίκησαν από τους Τούρκους την κυριαρχία στο Αιγαίο.
Δε θάμουν άξιος ναυτικός
αν δεν γνώριζα ο φτωχός
πως μάχη, εμπόριο, πειρατεία
αχώριστα είναι και τα τρία.
[Γράφει ο Γκαίτε στον Φάουστ.]
Αυτά τα τρία στοιχεία, που ρίγωσαν στο θυμικό των Ελλήνων ναυτικών, ενέχουν τη φιλοσοφία της εθνικής μας ναυτοσύνης. Το κανόνι, που αποδείχθηκε τόσο χρήσιμο αργότερα στην επανάσταση, ήταν τότε μόνιμο εξάρτημα των εμπορικών πλοίων στη Μεσόγειο για το φόβο των πειρατών. Τα εμπορικά πλοία βρέθηκαν έτοιμα για πολεμικές επιχειρήσεις, αφού οι ναυτικοί που τα επάνδρωσαν είχαν αποκτήσει πολεμική πείρα αντιμετωπίζοντας τους πειρατές ή διασπώντας αποκλεισμούς εμπόλεμων. Ο Κολοκοτρώνης είπε κάποτε πως ”τα σταράδικα πολέμησαν το Σουλτάνο”.
Πηγές.
- Λιμάνια της Ελλάδας, εκδόσεις ΤΟΠΙΟ.
- Το Αιγαίο στις φλόγες, Ιούλιος Βέρν, εκδόσεις Ερευνητές.
- Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος Ι.
- Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος ΙΑ.
- http://el.travelogues.gr/