«Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί και μάνα το ζηλεύει»!
Ο ποιητής μάς μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, εκείνη την ηρωική της εξόδου του Μεσολογγίου και με αυτή τη φράση δείχνει περίτρανα το εύρος της καταχνιάς, που σκορπίζει η βαναυσότητα του πολέμου!
Την ίδια αίσθηση είχα βλέποντας κι ακούγοντας τη μητέρα από τη Μ. Ανατολή, στο δρόμο της Ειδομένης να χτυπά το προσφυγόπουλο που της αρπάζει τη μπανάνα κι εκείνη, δίχως να διστάσει χρησιμοποιεί ενστικτωδώς βία, παίρνοντας πίσω την μπανάνα για να θρέψει το άγριο θεριό της πείνας, των παιδιών της!
Της ποίησης ανοίγω το κουτί και λέξεις αραδιάζω για σένα – «Γυναίκα», για να σε λαξεύσουν σαν του γλύπτη τη σμίλη, για να σε φιλοτεχνήσουν σαν του ζωγράφου τον πολύχρωμο χρωστήρα:
Παιδούλα, ζωής χαρά, χαμόγελο της ροδοπέταλης αυγής στο κάθε σου ξύπνημα!
Έφηβη, της ήβης σου τα πέταλα ανοίγεις και η λάβα του νεανικού μίσχου αναδύεται στο Σύμπαν!
Γυναίκα, τώρα πια στο σταυροδρόμι των θαλασσών και των ηπείρων σεργιανίζεις!
Μητέρα, η ζεστασιά της αγκαλιάς σου του κόσμου τη θλίψη γαληνεύει!
Εργαζόμενη, στη φάμπρικα της οικουμένης χτίζεις το μέλλον των γενεών!
Επαναστάτρια, σηκώνεις το σταυρό των παθών της Ανθρωπότητας και ως
Γιαγιά με γνώση και σύνεση μάς οδηγείς, στο λυτρωμό!
Ω! ΓΥΝΑΙΚΑ!
Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Lettere Classiche dell’ Universita’ degli studi di Napoli “Federico II”].