Πέρασαν τόσα χρόνια από το Καστελλόριζο, τη μέρα που ένας κύριος με φροντισμένο μουστάκι μας ενημέρωνε γλυκά για το τέλος της… Παραμυθίας. Έκτοτε οργιστήκαμε, διαμαρτυρηθήκαμε, πολλοί από εμάς επαναστατήσαμε, αλλάζοντας τον ένα πολιτικό μετά τον άλλο και απαξιώνοντας απόλυτα το σύνολο των θεσμών της κοινωνίας μας. Τα βάλαμε με τους βουλευτές, τους Ευρωπσίους, τους φιλελεύθερους, τους Αμερικανούς, τους συνδικαλιστές, τους λαϊκιστές, τους θεσμούς, το εκλογικό σύστημα, τις επιδοτήσεις, τις τράπεζες, μ’ ό,τι γενικά υπέπιπτε στην αντίληψή μας από την πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.
Τρικυμία εν κρανίω, κραυγές και αλαλαγμοί κατά πάντων, αμετροέπεια και πανικός σε όλα τα επίπεδα, με τους ίδιους να αυτοδιαψευδόμαστε και ακυρωνόμαστε σε όλα κάθε δεύτερη μέρα.
Σε ένα μόνο υπήρξαμε συνεπείς, την άρνησή μας να εντάξουμε στη συμπεριφορά, την κουλτούρα και το τρόπο σκέψης μας τη μέθοδο, την αξιολόγηση και τον ορθολογισμό, καθώς κάθε φορά που οι συνθήκες μας καλούσαν να προτάξουμε τη λογική, να ζυγίσουμε τα δεδομένα και να πάρουμε αποφάσεις δύσκολες με προσωπικό κόστος, πετούσαμε τα ζύγια και φωνασκούσαμε, ελπίζοντας με τις φωνές μας να καλύψουμε το κενό των πράξεών μας, της ίδιας μας της ύπαρξης τελικά.
Αυτοκριτική απούσα με όποιο κόστος, αρκεί να μην πειράξουμε τρίχα από τον ανασφαλή εαυτούλη μας, αυτή ήταν η πυξίδα μας. Με τη βελόνα να μας καθοδηγεί πάντα ανάμεσα στα θύματα, με τους θύτες στην απέναντι κατεύθυνση.
Κι οι μέρες περνούσαν κι έφερναν τον ένα χρόνο μετά τον άλλο.
Ώσπου ήρθε μια περίεργη μέρα. Μια μέρα που κάποιοι άλλοι εμφανίστηκαν απρόσκλητοι στην πόρτα μας. Με εμάς να τους κοιτάμε παραξενεμένοι στην αρχή, αποστασιοποιημένοι. Κι ήρθε και μια άλλη μέρα που είδαμε τα παιδιά τους να πνίγονται, όσο αυτοί συνωστίζονταν στις παραλίες των ακριτικών μας νησιών. Και λίγο μετά τα καραβάνια τους να κατεβαίνουν στις πόλεις και τις πλατείες μας, να γεμίζουν τα πάρκα, τα γήπεδα και όλες τις υποδομές φιλοξενίας μας, να πιέζονται και να μας πιέζουν.
Κι έτσι λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί μας έκαναν να σαστίσουμε. Και περισσότερο απ’ όλα, κατόρθωσαν κάτι που θα έπρεπε να έχει συμβεί από καιρό. Να μας κάνουν να σωπάσουμε. Και σωπάσαμε τόσο απόλυτα που, ακόμα κι αν πάλι δεν καταφέραμε να ακούσουμε την λογική μας, ακούσαμε την καρδιά μας. Σ΄ένα τόπο που, με τ’ άλλα και με εκείνα, είχαμε παραγνωρίσει πόσο καλά ξέρει να σπρώχνει την καρδιά να μιλήσει πριν απ’το μυαλό.
Κι έτσι κι έγινε.
Σωπάσαμε, ανοίξαμε την καρδιά μας, ξέσμιξαν τα φρύδια μας και ελεήσαμε τον διπλανό μας. Και γαληνέψαμε. Μέσα στην κρίση, μέσα στην μαυρίλα των καιρών, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, τα χαρακτηριστικά του προσώπου μας μαλάκωσαν και έγιναν πάλι ανθρώπινα. Την ίδια στιγμή που οι φίλοι μας σκοτείνιασαν, αγχώθηκαν και άρχισαν να φοβούνται για το μέλλον. Εμείς φωτίσαμε, ανοίξαμε και αναστηθήκαμε. Αυτό είναι το DNA μας, Και είναι κρίμα που δεν το είχαμε θυμηθεί από την αρχή.
Όπως τότε, σε εκείνο το ακριτικό νησάκι που μας έφερε τα άσχημα μαντάτα. Τότε που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την αναγέννηση ενός τόπου, με ανθρώπους σε ανάγκη που ο ένας θα στήριζε τον άλλο. Για ένα τόπο που βάζει πλάτη στους εταίρους, βοηθιέται και βοηθά η κρίση να περιοριστεί στα εδάφη του και να μην πάει παρακάτω. Για μια κοινωνία που η ανάγκη θα την ωθούσε να γίνει ένα.
Κι όλα θα ήταν αλλιώς.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ όμως, έτσι δεν είναι;
Ίσως έτσι να έπρεπε να γίνει, τώρα κι όχι νωρίτερα, κι αυτοί οι κατατρεγμένοι άνθρωποι να γίνουν το ηλεκτροσόκ που έκανε την καρδιά μας να χτυπήσει ξανά.
Κι αυτό είναι το σπουδαίο νέο.
Η Ελλάδα είναι πάλι ζωντανή.
Ακούστε την καρδιά της.