Όταν και η τελευταία μου φίλη μου ανακοίνωσε πως δεν μπορούσε να βγει το βράδυ, με έπιασε το παράπονο. Σαββατόβραδο και θα καθόμουν μέσα. Δεν είχα κάποιο άλλο άτομο εύκαιρο για να κάνουμε μια βόλτα και τελικά προσπάθησα να αποδεχτώ το γεγονός της βραδινής επίθεσης σε αγαπημένες ξένες σειρές και ένα πακέτο ποπ κορν. Κάτι στο οποίο η καρδιά μου δε συμφώνησε.
Έτσι, βρέθηκα λίγο αργότερα να έχω βάλει τα αθλητικά μου και να ανεβαίνω στο ποδήλατό μου με την μεγάλη απόφαση: Να βγω μόνη μου. Τολμηρό θα έλεγε κανείς ή ακόμη και ανόητο. Γιατί να βγεις μόνος σου όταν δεν έχεις παρέα; Και εκεί ανταπαντώ με το “Γιατί όχι;”.
Αφήνοντας τον αέρα να χτυπάει το πρόσωπό μου, τα πόδια μου να πηγαίνουν όλο και πιο γρήγορα στο πετάλι, η μουσική στα ακουστικά να με ταξιδεύει και με το χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη μου άρχισα να εξερευνώ την πόλη με το αγαπημένο μου δίκυκλο. Πέρασα τις μεγάλες πλατείες γεμάτες με ντόπιους και τουρίστες, και άφησα τα φώτα της παλιάς πόλης να με οδηγήσουν στο πανέμορφο λιμάνι. Δένοντας το ποδήλατο και περνώντας την τσάντα μου στους ώμους, ξεκίνησα να ανεβαίνω σκαλοπάτια και να χάνομαι μέσα στα φωτεινά σοκάκια της πόλης μου.
Στην αρχή νόμιζα πως όλοι με κοιτούσαν και σχολίαζαν από μέσα τους την κατάντια μου. Που κάθε άλλο παρά κατάντια ήταν. Έβγαλα το κινητό μου έξω, πίεσα το stop στη μουσική, αλλά άφησα τα ακουστικά στα αυτιά μου. Περπατούσα περήφανη στα στενά δρομάκια και παρατηρούσα τον κόσμο. Πώς φερόταν, πως μιλούσε στο διπλανό του, τις χειρονομίες του και άφηνα τις μυρωδιές των φαγητών να με στείλουν σε ένα όνειρο. Χαμογελώντας έφτασα στα τουριστικά μαγαζάκια, γεμάτα από ανθρώπους κάθε έθνους. Κοιτούσα προσεκτικά τα προϊόντα που πουλούσαν και που και που χάζευα τις αντιδράσεις των ανθρώπων που έβλεπαν τα ίδια πράγματα με εμένα. Όλοι μιλούσαν έντονα μεταξύ τους, τα χαμόγελα και τα γέλια ασταμάτητα.
Τους άφησα πίσω μου και προχώρησα σε επόμενα μαγαζιά. Σε κάθε ένα που μου έκανε εντύπωση κάτι, έμπαινα. Μπορεί να μην αγόραζα τίποτα, μα μου έφτανε που απολάμβανα αυτή την ηρεμία στο χρόνο μου. Κοιτούσα γύρω γύρω, σα να ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν εδώ. Στην πραγματικότητα ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα με διαφορετικά μάτια την πόλη. Παρακολουθούσα κάθε τι που δεν έβλεπα πριν. Την πολυπλοκότητα της αρχιτεκτονικής της παλιάς πόλης, τις κινήσεις των ανθρώπων και κρυφά συναισθήματα που εξέπεμπαν, το νυχτερινό ουρανό που στολιζόταν από φαναράκια που μια ομάδα ατόμων πετούσε, πως οι βουκαμβίλιες σέρνονταν πάνω στους τοίχους και ομόρφαιναν την εικόνα τους, τον παγωτατζή που θα σε προσκαλούσε να δοκιμάσεις λίγο από το παγωτό του, τα βήματα που έκανα την νύχτα πιο ζωντανή και τη μουσική που το κάθε μαγαζί προσέφερε.
Δεν ήθελα να με ενοχλήσει κανείς εκείνη τη στιγμή. Απολάμβανα την μοναξιά μου. Απολάμβανα την βόλτα που βγήκα με τον εαυτό μου. Από μέσα μου έκανα μικρές συζητήσεις και απαντούσα με την ωριμότητα και κριτική σκέψη ενός ενήλικα, μα με τον θαυμασμό ενός μικρού παιδιού. Δεν ένιωθα μόνη μου. Σε μια πόλη γεμάτη κόσμο, είχα την παρέα του και ας μην κατευθυνόμασταν στον ίδιο χώρο. Με συντρόφευε ο ίδιος μου ο εαυτός σε μια έξοδο αυτογνωσίας και απόλυτης ησυχίας και ευτυχίας.
Έβγαζα φωτογραφίες σε όλη τη διαδρομή ως το μέσο μεταφοράς μου, μα δεν έκατσα να τις κοιτάξω. Τις φύλαξα για αργότερα. Μόλις έφτασα πάλι στο λιμάνι, πήρα μια βαθιά ανάσα απορροφώντας όλα αυτά που είχα δει σήμερα. Μου φάνηκαν πολλά. Πολλά και μοναδικά. Ας τα είχα δει ξανά άλλες φορές. Δεν τα είχα προσέξει ποτέ ως εκείνο το βράδυ.
Ανεβαίνοντας ξανά στο ποδήλατο, έφτασα στο σπίτι με το αίσθημα της απόλυτης ευτυχίας να με κατακλύζει. Γιατί δεν είχα επιχειρήσει κάτι τέτοιο νωρίτερα; Σκεπτόμενη πάντα την εντύπωση που θα έδινα σε τρίτους και σε άτομα που δε με ενδιέφεραν οι απόψεις τους, έβαζα κάγκελα γύρω από τον εαυτό μου και τις πράξεις μου. Δεν τολμούσα να κάνω κάτι διαφορετικό γιατί φοβόμουν την κρίση τους, τη στιγμή που η μοναδική που με απασχολούσε ήταν η δική μου. Κατάφερα και έκανα κάτι για εμένα, για πρώτη φορά μετά από καιρό. Βγήκα με εμένα και συζήτησα με τον εαυτό μου. Γνώρισα πράγματα και πτυχές που δεν είχα αναπτύξει και οδηγήθηκα σε μια πιο σίγουρη απάντηση της ερώτησης “ποια είμαι πραγματικά;”.
Βλέποντας τις φωτογραφίες, είδα μια άλλη ομορφιά της πόλης στην οποία ζω εδώ και είκοσι δύο χρόνια. Πρώτη φορά την χαρακτήρισα μοναδική. Πρώτη φορά δεν με πείραξε η μοναξιά. Αντιθέτως την αγκάλιασα και την προσκάλεσα για ένα βραδινό περίπατο. Την έμαθα και την δέχτηκα. Μερικές φορές είναι καλό να μένεις και λίγο μόνος.