Όταν είσαι λίγο… καμμένος σινεφίλ (όπως ο υποφαινόμενος), μερικές φορές μπορείς να αντιληφθείς το πέρασμα του χρόνου μέσα από ταινίες που θυμάσαι. Έτσι λοιπόν, συνειδητοποίησα πως πέρασαν 10 ολόκληρα χρόνια από την πρεμιέρα αυτού του αριστουργήματος του Martin Scorsese, και αποφάσισα να γράψω γι΄ αυτό.
Ο Πληροφοριοδότης (2006) – Γκανγκστερικό δράμα/περιπέτεια, 150΄
Σενάριο: William Monahan
Σκηνοθεσία: Martin Scorsese
Πρωταγωνιστούν: Leonardo DiCaprio, Matt Damon, Jack Nicholson, Mark Wahlberg
Ξέρω πως ο 21ος αιώνας δεν έχει συμπληρώσει καλά καλά ούτε το 1/6 του, αλλά αν προσπαθούσαμε να ανακηρύξουμε μια ταινία ως «την καλύτερη του αιώνα μέχρι τώρα», ο Πληροφοριοδότης θα έθετε σοβαρή υποψηφιότητα. Ελάχιστες ταινίες εξάλλου, μπορούν να υπερηφανευτούν ότι έχουν τόσο καλό υλικό και συντελεστές. Τρεις μεγάλοι ηθοποιοί του παρελθόντος και του παρόντος (Damon, DiCaprio, Nicholson) γεμάτοι βραβεία και διακρίσεις, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, πλαισιωμένοι από ένα αξιόλογο καστ «δεύτερων» ρόλων. Πίσω από την κάμερα, ο σπουδαίος και master στο γκανγκστερικό είδος Martin Scorsese (Ταξιτζής, Οργισμένο Είδωλο, Λύκος της Wall Street κ.α.). Και ένα άκρως ενδιαφέρον και ιντριγκαδόρικο σενάριο, βασισμένο στη γυρισμένη στο Χονγκ Κονγκ επιτυχία Infernal Affairs (2002), το οποίο στα χέρια ενός “μανιακού” (με την καλή έννοια) όπως ο Scorsese απλά… κεντάει.
Το story περιλαμβάνει μια διαρκή μάχη μεταξύ της αστυνομίας της Βοστόνης και της ιρλανδικής μαφίας της περιοχής, τον «Νονό» της οποίας υποδύεται ο Τζακ Νίκολσον. Κάθε οργάνωση έχει τον δικό της κατάσκοπο στο εσωτερικό της άλλης: ο Sullivan (Damon) είναι αστυνομικός που κατασκοπεύει για λογαριασμό της μαφίας, ενώ ο Costigan (DiCaprio) κάνει το ίδιο στη μαφία για λογαριασμό του νόμου. Κάποια στιγμή, όμως, σχεδόν ταυτόχρονα, οι δυο πλευρές ανακαλύπτουν την ύπαρξη των κατασκόπων (όχι όμως και την ταυτότητά τους) και, για κακή τους τύχη, αμφότερες αναθέτουν στον άνθρωπο που τους κατασκοπεύει να βρει το «καρφί» (δηλαδή τον εαυτό του!). Αυτό ξεκινά έναν επικίνδυνο αγώνα δρόμου μεταξύ των κατασκόπων και των συνοδοιπόρων τους με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Η υπόθεση μοιάζει λίγο περίπλοκη, και βλέποντας την ταινία τα πράγματα περιπλέκονται διαρκώς με ανατροπές, διπρόσωπους χαρακτήρες και άγνωστα γεγονότα του παρελθόντος να έρχονται στο φως. Ο Scorsese φτιάχνει αριστοτεχνικά ένα συνδυασμό γκανγκστερικής και αστυνομικής ταινίας εναλλάσσοντας τις σκηνές και διαφημίζοντας ταυτόχρονα τα αξιοθέατα της Βοστόνης, υπό την εξαιρετική ροκ μουσική, μεταξύ άλλων, των Rolling Stones, των Pink Floyd και της τοπικής μπάντας Dropkick Murphys. Πέρα απ΄ αυτό, ωστόσο, εισχωρεί βαθύτερα στους κεντρικούς χαρακτήρες, κυρίως τους δύο πρωταγωνιστές, παρεκκλίνοντας ενίοτε από τη δράση και το πιστολίδι και κάνοντας «στροφή» στο δράμα.
Με το πρωταγωνιστικό καστ να είναι εξαιρετικό έτσι κι αλλιώς, οι έξυπνα βαρύγδουπες ατάκες και οι γρήγοροι, ετοιμόλογοι διάλογοι που διαποτίζουν το έργο είναι απλά απολαυστικοί. Γενικά, παρά τη μεγάλη της διάρκεια, η ταινία κουράζει σε ελάχιστα σημεία και κυλά με αμείωτο ενδιαφέρον και σασπένς. Μοναδικά μειονεκτήματα που μπορούν να εντοπιστούν είναι το αργό ξεκίνημα, καθώς η ταινία αργεί να πάρει «μπροστά» (κάπως δικαιολογημένο βέβαια, γιατί πρέπει να εισάγει το θεατή σε μια υπόθεση-λαβύρινθο) και ίσως το φινάλε, το οποίο προσωπικά θεώρησα πολύ απόλυτο και μηδενιστικό, αν και η πορεία του έργου σε προϊδεάζει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί.
Δέκα χρόνια, λοιπόν, πέρασαν από την πρεμιέρα μας ταινίας που αγαπήθηκε ομόφωνα από την πρώτη στιγμή, κερδίζοντας 4 Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένων αυτών της Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας αλλά και σημειώνοντας σημαντική εμπορική επιτυχία. Η υστεροφημία της κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα από τότε, με τις… εκνευριστικά συχνές προβολές της στην ελληνική (και όχι μόνο) τηλεόραση και τις υψηλές θέσεις που κατέχει σε αρκετές λίστες να αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Ίσως με τους… εξωγήινους συντελεστές του να είχε ακόμη περισσότερο δυνατότητες, αλλά και πάλι είναι ένα αξέχαστο έργο που αν δεν έχετε δει ακόμη πρέπει οπωσδήποτε να το κάνετε…