Έμεινε να κοιτάζει την τούρτα που σε λιγάκι θα άρχιζε να λιώνει από την αέναη προσμονή για κάτι το ανέφικτο… την παρουσία του πιο επιθυμητού προσώπου αυτού του πάρτι.
Όλοι οι άλλοι καλεσμένοι γύρω της, μαριονέτες πολύχρωμες κουνούσαν χέρια και πόδια μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους. Χαίρονταν για τα γενέθλιά της πιο πολύ από την ίδια. Για λόγους ευπρέπειας, βέβαια, είχε φροντίσει να στολίσει την θλίψη της με ένα αινιγματικό μειδίαμα που κανείς δεν παρατήρησε εις βάθος. Και κρύφτηκε πίσω από αυτό όσο καλύτερα μπορούσε, όπως κρυβόταν πίσω από το παραβάν για να ντυθεί.
Αν κάποιος είχε την διαύγεια να την προσέξει, θα έβλεπε τις τρικυμισμένες θάλασσες να σηκώνουν κύματα μες στα μάτια της. Αλλά το περίτεχνα τοποθετημένο χαμόγελο δεν κινούσε υποψίες και στο απαλό φώς της νύχτας οι λεπτομέρειες ήταν κρυμμένες κάτω από ένα πέπλο από τούλι, θαρρείς.
Στο βάθος η μουσική, ζωηρή και κεφάτη, θα έπρεπε να την παρασύρει σε έναν άλλο κόσμο, όπως τα κατάφερνε τόσες φορές στο παρελθόν. Θα έπρεπε… αλλά όχι σήμερα. Σήμερα η απουσία του την τραβούσε σε ένα απύθμενο κενό χωρίς έστω μια λεπτή κλωστή να την κρατάει δεμένη με την ελπίδα.
Και κοίταζε το ρολόι με μια ανυπομονησία στα όρια της ικεσίας, σαν να το εκλιπαρούσε να τρέξει πιο γρήγορα τους ωροδείκτες και να της φέρει το αγαπημένο πρόσωπο που κρατούσε την χαρά της στα χέρια του. Αυτός θα ήταν το δώρο της…
Και η τούρτα έριξε δειλά-δειλά τα πρώτα σοκολατένια δάκρυα που δεν τολμούσε να ρίξει αυτή. Αυτή απλά γελούσε πλασάροντας μια φτιασιδωμένη χαρά. Αλλά μέσα της, ένας συννεφιασμένος ουρανός έριχνε καταρρακτώδη βροχή από δάκρυα… κι αυτή μετρούσε ρανίδα-ρανίδα το πόσο της έλειπε η παρουσία του.