Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η αγάπη είναι μία από τις ισχυρότερες δυνάμεις στον κόσμο. Υπάρχουν πολλών ειδών αγάπες όλες με τα δικά τους ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Είναι η μητρική, η φιλική, προς μία τέχνη ή μια δραστηριότητα και πολλές ακόμα. Και φυσικά υπάρχει και εκείνη που συνήθως πετάγεται πρώτη στο μυαλό μας όταν ακούμε την λέξη “αγάπη” και σχετίζεται άμεσα και άρρηκτα με ένα άτομο για το οποίο νιώθουμε συνάμα και ερωτική έλξη. Σε αυτήν την τελευταία μορφή αγάπης εστιάζει η ταινία 6 years αποτυπώνοντας ρεαλιστικά χωρίς ντροπές και φιλτραρίσματα τόσο τις συνθήκες που επικρατούν σε μια μακροχρόνια σχέση όσο και τα ένστικτα και τις παρορμήσεις νέων ανθρώπων που αναζητούν τον εαυτό τους και τη θέση τους στον κόσμο.
Η Melanie Clark (Taissa Farmiga) και ο Dan Mercer (Ben Rosenfield) είναι ένα ζευγάρι που έχει συμπληρώσει έξι χρόνια σχέσης παρά το νεαρό της ηλικίας τους, καθώς και οι δύο είναι ακόμα στο σχολείο, αλλά έχουν δουλειές ως μαθητευόμενοι. Αν και αποτελούσαν το τέλειο ζευγάρι σιγά σιγά αρχίζουν να συσσωρεύονται γύρω τους προβλήματα τόσο επαγγελματικού όσο και προσωπικού χαρακτήρα, που θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο τα όνειρά τους για ένα κοινό και ευτυχισμένο μέλλον.
Υπεύθυνη τόσο για την σκηνοθεσία όσο και για το σενάριο της ταινίας είναι η Hannah Fidell. Ξεκινώντας τον σχολιασμό με την σκηνοθεσία παρατηρούμε ότι χρησιμοποιήθηκαν γνωστές, αλλά όχι συχνά επιλεγμένες τεχνικές. Αρχικά, η κάμερα δεν είναι σταθερή, αλλά κινείται μαζί με τους πρωταγωνιστές. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι λειτουργεί σαν ένας τρίτος άνθρωπος, ένας αυτόπτης μάρτυρας που να τους παρακολουθεί. Ειδικότερα όταν ένας χαρακτήρας περπατάει είναι σαν να κάνουν το ίδιο και οι θεατές χάρη στο ανεβοκατέβασμα της κάμερας. Επιπροσθέτως, όλα είναι συνεχώς στο ζουμ. Με άλλα λόγια, τα πλάνα είναι όλα κοντινά στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και των ηρώων γύρω τους. Η σπουδαιότητα αυτής της τεχνικής φαίνεται σε σκηνές που ένας χαρακτήρας λέει κάτι αλλά από την έκφρασή του καταλαβαίνουμε ότι τα προηγούμενα λόγια του δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά του συναισθήματα. Ακόμη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε ένα σημείο έχουμε μία μετάβαση από μια σκηνή σε μια άλλη με μαύρισμα της οθόνης. Το μαύρο αυτό πλάνο είναι χρήσιμο, διότι ταυτίζεται με την σκυθρωπή, μουντή και στενόχωρη ψυχική κατάσταση των πρωταγωνιστών και ταυτόχρονα διατηρεί το ενδιαφέρον των θεατών, όμως η διάρκειά του είναι μεγαλύτερη από όσο θα έπρεπε δημιουργώντας την εντύπωση ότι η ταινία έφτασε στο τέλος της.
Περνώντας τώρα στο σενάριο και πάλι κατά κύριο λόγο θα ειπωθούν καλά λόγια. Πολλοί άνθρωποι μπορούν να ταυτιστούν με τα πρόσωπα, καθώς η ιστορία αναφέρεται στις σχέσεις και συγκεκριμένα στην πρώτη αγάπη, χωρίς να σκιαγραφεί αποκλειστικά τα όμορφα και ρομαντικά στιγμιότυπα αυτής αλλά εισχωρώντας και στις δυσκολίες, τους πειρασμούς και τους εγωισμούς που προκύπτουν είτε αν πρόκειται για μια μακροχρόνια σχέση όπως αυτή που περιγράφεται είτε και για μία πιο σύντομης διάρκειας. Ίσως, βέβαια, κάποιες σκηνές να είναι λίγο πιο υπερβολικές από ότι θα περιμέναμε να συμβεί στην πραγματικότητα, όπως ο τσακωμός του Dan και της Mel σε δημόσιο χώρο και η παρέμβαση της αστυνομίας και η κράτηση του πρώτου στο τμήμα. Στον ίδιο τόνο βρίσκονται και οι πολλές σκηνές που έχουν ως πυρήνα το γεγονός ότι γίνεται πάρτι και καταναλώνεται από τους παρευρισκομένους μεγάλη ποσότητα αλκοόλ. Αυτό ισχύει τόσο για άτομα νεαρής ηλικίας όσο και για ενήλικες.
Πέρα από την Hannah Fidell, υπάρχουν και άλλοι συντελεστές που αξίζουν να αναφερθούν. Πρώτα από όλα, οι ηθοποιοί που ενσάρκωσαν το νεαρό ζευγάρι, η Taissa Farmiga και ο Ben Rosenfield, όπως και οι υπόλοιποι ήρωες που στην πλειοψηφία τους ήταν νεαρής ηλικίας ερμήνευσαν πειστικά τους ρόλους τους κάτι που δεν ήταν τόσο εύκολο. Ειδικά οι δύο πρωταγωνιστές χρειάστηκε να υποδυθούν το ρόλο τόσο του θύματος όσο και του θύτη τόσο να πληγωθούν όσο και να πληγώσουν ο ένας τον άλλο. Υπήρχαν πολλές σκηνές έντασης και συναισθηματικής φόρτισης που απαιτούσαν από τους ηθοποιούς να κλάψουν, να φωνάξουν, να οργιστούν, γενικά να εκδηλώσουν μεγάλο εύρος συναισθημάτων. Τέλος, οι ενδυματολόγοι Annell Brodeur και Lanie Faith Marie Overton κατάφεραν να αναδείξουν το χαρακτήρα των ηρώων χωρίς να προβούν σε ακρότητες και μένοντας πιστοί στις τάσεις της εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ντύσιμο της Mel, από το οποίο φαίνονται πολλές πτυχές της προσωπικότητάς της, αφού παρουσιάζεται πρόχειρα ντυμένη όταν βρίσκεται σπίτι, επίσημα και σεμνά όταν είναι στη δουλειά και πιο ανάλαφρα και αποκαλυπτικά όταν βγαίνει το βράδυ.
Γενικά είναι μια ταινία που ανάλογα με τις προσωπικές προτιμήσεις του καθενός και τα υποκειμενικά του κριτήρια μπορεί να καταταχθεί είτε στις καλές είτε στις κακές ταινίες. Προσωπικά, θα την εντάξω στην πρώτη κατηγορία, γιατί δεν φοβήθηκε να τολμήσει με τις σκηνοθετικές τεχνικές και να αναδείξει τις φυσικές, ανθρώπινες αδυναμίες που έχουν οι πρωταγωνιστές και κατά συνέπεια όλοι οι άνθρωποι.