Καλή χρονιά, ευτυχισμένο το 2024 σε όλες και όλους. Δεν ξέρουμε τι θα μας φέρει ο νέος χρόνος γενικά, ξέρουμε όμως πως, σε κινηματογραφικό επίπεδο, τους πρώτους μήνες του θα δούμε όλες τις σημαντικές κυκλοφορίες του προηγούμενου (όσες δεν έχουμε δει ήδη), καθώς και τις απονομές των μεγαλύτερων βραβείων της έβδομης τέχνης. Ας ανοίξουμε, λοιπόν, το νέο έτος με δύο από τις παραγωγές αυτές, πολυαναμενόμενες και οσονούπω, πιθανότατα, πολυβραβευμένες. Ένα τρίωρο έπος, σήμα κατατεθέν του Μάρτιν Σκορτσέζε, και ένα ενδιαφέρον, εκκεντρικό οικοδόμημα, σήμα κατατεθέν του Γιώργου Λάνθιμου.
Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού (Killers of the Flower Moon) – Crime drama εποχής, 200΄
Σκηνοθεσία: Martin Scorsese
Πρωταγωνιστούν: Leonardo DiCaprio, Robert De Niro, Lily Gladstone
Στην πλούσια σε πετρέλαιο πολιτεία της Οκλαχόμα, τη δεκαετία του 1920, μια σειρά από δολοφονίες αυτοχθόνων προκαλούν αναστάτωση η οποία φτάνει μέχρι το FBI και ανατρεπτικές αποκαλύψεις
Μια κλασική ταινία Σκορτσέζε με πολύ έγκλημα, αστυνομία, μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, ατμόσφαιρα κλασικής γκανγκστερικής εποχής (Roaring Twenties), πολύ μεγάλη διάρκεια τριών και πλέων ωρών και τους δύο ηθοποιούς – πυλώνες της φιλμογραφίας του 81χρονου δημιουργού, Ρόμπερτ ντε Νίρο και Λεονάρντο ντι Κάπριο. Πολλά στοιχεία της ταινίας αποτελούν επανάληψη και ανακύκλωση όσων έχουμε δει δεκαετίες τώρα σε ταινίες του Σκορτσέζε: ηθικά διλήμματα, εκρηκτικό κοκτέιλ αδίστακτων και αδύναμων χαρακτήρων, απολαυστικοί αν και κάπως υπερβολικοί, στερεοτυπικοί “κακοί” και πολλές ανατροπές από τα μισά της ταινίας κι έπειτα. Και φυσικά, βάση δίνεται σε χαρακτήρες μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, οι οποίοι κυριαρχούν στην οθόνη από το πρώτο μέχρι το τελευταίο από τα 200 λεπτά της ταινίας.
Υπάρχει όμως ένα πρωτότυπο στοιχείο που ξεχωρίζει την ταινία και είναι η τοποθεσία και το εθνογραφικό στοιχείο. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες του που διαδραματίζονται σε μεγαλουπόλεις, αστικές “ζούγκλες”, εδώ έχουμε την αχανή έρημο της Οκλαχόμα, ανάμεσα σε καταυλισμούς της φυλής Osage και σταθμούς άντλησης πετρελαίου, με τις (μικρές) πόλεις της περιοχής να μπαίνουν ακροθιγώς στο κάδρο. Στα πλαίσια αυτά εμφανίζεται και η μεστή, εξαιρετική ερμηνείας της αποκάλυψης της ταινίας Lily Gladstone. Οι ερμηνείες, οι κοφτοί διάλογοι και το αναπόφευκτο ξετύλιγμα του μυστηρίου αποτελούν τα δυνατά χαρτιά της ταινίας, η οποία πληγώνεται ωστόσο από την αναίτια μεγάλη διάρκεια και τον αργό ρυθμό που επιλέγει, ξανά, ο Σκορτσέζε. Νεκρά σημεία που μπορούν να κάνουν το θεατή να βαρεθεί, και είναι κρίμα γιατί συνολικά η ταινία είναι άρτια, οι χαρακτήρες της και η πλοκή της εξαιρετικά δομημένοι και το φινάλε της συγκλονιστικό. Εμφανώς θετικό πρόσημο, αλλά με αστερίσκους.
Βαθμολογία: 7.5/10
Poor Things – Μαύρη κωμωδία, 141’
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Πρωταγωνιστούν: Emma Stone, Mark Ruffalo, William Dafoe
Η σουρεαλιστική ιστορία μιας γυναίκας που αποτέλεσε επιστημονική πείραμα πριν χαράξει τη δική της πορεία σε έναν παράξενο κόσμο
Φουριόζος επέστρεψε, πέντε χρόνια μετά την Ευνοούμενη, ο Γιώργος Λάνθιμος. Με τη μόνιμη πια μούσα του, Έμα Στόουν, παρουσίασε ένα σύνθετο, αλλόκοτο έργο, που συνδυάζει πολλά κινηματογραφικά είδη (από τη μαύρη κωμωδία μέχρι το ερωτικό δράμα, το θρίλερ επιστημονικής φαντασίας και το μελόδραμα εποχής), το ασπρόμαυρο και το έγχρωμο, το παρελθόν και το παρόν. Αντλώντας έμπνευση από κλασικά έργα του παρελθόντος, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, από το Φάνι Χιλ μέχρι τον Φρανκενστάιν, η ταινία αφηγείται μια ιστορία χωρίς λογική, με παράλογη πλην υπαρκτή και σαφή αρχή, μέση και τέλος, πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, κυνισμό, πολλές ακραίες σκηνές (σεξ, βίας και μάλλων αηδιαστικών πράξεων), επιχειρώντας προφανώς να σοκάρει, στα δικά του πρότυπα όπως τον ξέρουμε τόσα χρόνια, αλλά το “κλειδί” είναι πως όλη αυτή η παράνοια στο τέλος φαίνεται να βγάζει νόημα.
Τα θετικά της ταινίας είναι πολλά και προφανή: καυστικό χιούμορ, πρωτοποριακές σεναριακές ιδέες με καλοφτιαγμένους χαρακτήρες και συνεχείς ανατροπές, άπταιστη σκηνοθεσία, ειδικά στο κομμάτι των σκηνικών, κοστουμιών και φωτογραφίας (ανέκαθεν το “ατού” του Λάνθιμου), εξαιρετικές πρωταγωνιστικές ερμηνείες (αναρωτιόμαστε τι μπορεί να σταματήσει την Έμα Στόουν από το Όσκαρ) κι ένα ταιριαστό στο υπόλοιπο φιλμ φινάλε για να “δέσει το γλυκό”. Με τόσα επιτεύγματα σε όλους τους τομείς, πόσο χάνει η ταινία από τις μάλλον ακαλαίσθητες και ανούσιες (στο βαθμό και τη συχνότητα που τις βλέπουμε, γιατί η ύπαρξη από μόνη της έχει στέρεη βάση) σκηνές που προκαλούν, σοκάρουν ή και αηδιάζουν; Αυτό εξαρτάται από τις αντοχές και τα γούστα του καθενός και της καθεμιάς, αλλά ο υποφαινόμενος είναι της γνώμης πως, τελικά, έτσι είναι ο Λάνθιμος, ο οποίος σε αυτή την ταινία αναδεικνύει όλο του το προσωπικό του στιλ στον υπερθετικό βαθμό. Take it or leave it, and we’ll take it with its flaws.
Βαθμολογία: 7.5/10