Δεν θα πω ψέματα ο κύριος λόγος που αποφάσισα να δω αυτή την ταινία είναι η γάτα. Παρόλα αυτά η βρετανική ταινία του 2016 δείχνει μια άλλη πλευρά της πραγματικότητας, που μπορεί να μην την έχεις σκεφτεί αλλά υπάρχει. Και παρά τα όλα κακά αυτού του κόσμου αποδεικνύει ότι όλα μπορούν να αλλάξουν.
Ο James (Luke Treadaway) είναι άστεγος και προσπαθεί να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά. Ο μόνος τρόπος να βγάλει τα προς το ζην είναι τραγουδώντας στους δρόμους. Με την βοήθεια της κοινωνικής λειτουργού, της Val (Joanne Froggatt) θα καταφέρει να βρει σπίτι. Με την βοήθεια, όμως, μιας γάτας με το όνομα Bob, θα καταφέρει να βρει την αγάπη στο πρόσωπο της Betty (Ruta Gedmintas) και να το βάλει στόχο να αλλάξει την ζωή του προς το καλύτερο.
Υπεύθυνος για την σκηνοθεσία είναι ο Roger Spottiswoode. Καταρχάς, αν και ο θεατής παρακολουθεί την ταινία σαν να είναι παρατηρητής όλων των γεγονότων, υπάρχουν μερικά πλάνα, ιδίως στην αρχή, που υιοθετείται και η οπτική της γάτας, γεγονός που είναι πολύ ενδιαφέρον, καθώς καταφέρνουμε με αυτόν τον τρόπο να δούμε την γάτα σαν έναν κανονικό χαρακτήρα και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε πώς φαντάζει ο κόσμος από τα δικά της μάτια και πώς αισθάνεται για τα όσα συμβαίνουν. Αφού αναφερθήκαμε στα πλάνα, αξίζει να σημειωθεί ότι μπορούμε να θαυμάσουμε το Λονδίνο, καθώς έχουν γίνει πολλά εξωτερικά γυρίσματα στην πόλη τόσο σε γνωστά σημεία, όπως έξω από Covent Garden, όσο και σε συνηθισμένα μέρη, όπως σε δρόμους και μέσα στο μετρό. Σημαντικό είναι, επίσης, το ότι στο τέλος της ταινίας βλέπουμε τον πραγματικό James και την γάτα του, καθώς η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.
Εξίσου σημαντικής σημασίας είναι και το σενάριο. Ο ίδιος ο James Bowen σε συνεργασία με τον Garry Jenkins μετέτρεψαν τη ζωή του σε βιβλίο. Εμπνευσμένοι από αυτό οι Tim John και Maria Nation δημιούργησαν το σενάριο αυτής της ταινίας. Και κάνανε πολύ καλή δουλειά. Σε ορισμένα σημεία, βέβαια, οι χαρακτήρες λένε φιλοσοφικές ατάκες, που φαίνονται επιτηδευμένες, καθώς υπάρχουν μόνο και μόνο για να προσδώσουν “ποιότητα”. Κάτι που δεν ήταν απαραίτητο από την στιγμή που επικεντρώθηκαν στο να παρουσιάσουν όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται την πραγματικότητα. Έτσι, λοιπόν, στην οθόνη ζωντανεύουν καταστάσεις με τις οποίες ο θεατής μπορεί να ταυτιστεί με τους ήρωες, επειδή τις έχει βιώσει και ο ίδιος, όπως οι οικονομικές δυσκολίες ή η αγάπη προς το κατοικίδιο ζώο ή άλλες που οι περισσότεροι εύχονται να μην βιώσουν ποτέ, όπως είναι η καθημερινότητα ενός ναρκομανούς ή ενός αστέγου.
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί σε ξεχωριστή παράγραφο κάτι που ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός μπορεί να θεωρηθεί είτε θετικό είτε αρνητικό. Από την μια πλευρά, δεν υπάρχει μεγάλη δράση και μπορεί κάποια στιγμή να νιώσεις ότι βαριέσαι. Από την άλλη, η έλλειψη δράσης οφείλεται στο στο ότι πρόκειται για μια ταινία που επικεντρώνεται σε καθημερινά προβλήματα, οπότε αντανακλάται η ανθρώπινη ζωή τόσο με τις συγκλονιστικές όσο και τις βαρετές πτυχές της.
Τέλος, θα πρέπει να εξεταστεί η ηθοποιία. Και πάλι τα σχόλια θα είναι καλά. Εντύπωση προκαλεί το ότι οι ερμηνείες είναι ήρεμες και φυσικές. Απουσιάζουν οι υπερβολές και οι φανφάρες. Αυτό, βέβαια, δεν συνεπάγεται ότι σε στιγμές έντασης δεν υπάρχουν φωνές και εκρηκτικές αντιδράσεις. Υπάρχουν και αυτά, αλλά όταν χρειάζεται. Ο πρωταγωνιστής, συγκεκριμένα, πέρα από την υποκριτική του ικανότητα εντυπωσιάζει και με την καλή του φωνή, αφού για να βγάλει χρήματα τραγουδάει στους δρόμους. Μάλιστα, όσα τραγούδια ακούστηκαν σε όλη την ταινία τραγουδιούνται από τον ίδιο.
Συνοπτικά, αν σου αρέσουν οι ταινίες δράσης ή θρίλερ το A Street Cat Named Bob δεν είναι για σένα. Αντίθετα, για εσένα που ενδιαφέρεσαι να βλέπεις κοινωνικές ταινίες και αγαπάς και τα ζώα, και κυρίως τις γάτες, τότε βάλε να το δεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα.