Ξεθώριασε η εικόνα σου από την συνείδηση της ζωής όταν αποφάσισες να πάρεις τις λέξεις σου μακριά μου και να ξεμακρύνεις από την ιστορία που γράφαμε όλον αυτό τον καιρό. Τα βήματά σου ακολούθησαν απατηλά φεγγάρια που σου έταξαν στιγμιαίες συγκινήσεις κι εσύ αφέθηκες να μαγευτείς από την φτιασιδωμένη γοητεία του πρόσκαιρου. Κι ας έμειναν στο τέλος τα χέρια σου μετέωρα αγκαλιάζοντας το κενό που αφήνει πίσω της κάθε εφήμερη σελήνη. Κι ας σε ξεγελάνε εκ νέου τα αστέρια του παροδικού ουρανού που διαλέγεις οδηγώντας σε κάθε φορά σε καινούριο αδιέξοδο μονοπάτι.
Ξεθώριασαν και οι λέξεις που σχεδίαζες ενδελεχώς επάνω στην λευκή κόλλα της σύμπνοιάς μας, λέξεις που με παίρνανε μαζί για συντροφιά τους στα ατελείωτα κι αχαρτογράφητα ταξίδια της έμπνευσης. Ήταν αυτές που με τυλίγανε στην μακαριότητα της ύπαρξής σου κι εγώ αρεσκόμουν να εντρυφώ στην σκιά που άφηναν τα γράμματά σου. Κι όμως οι λέξεις σου, στις οποίες έβρισκα κάποτε καταφύγιο από τους κλυδωνισμούς του καιρού, ξεβάφτηκαν μονομιάς από την απουσία που τις καταδίκασες. Κιτρίνισαν και σκορπίστηκαν σε άτακτη φυγή από τους χαλεπούς ανέμους ενός «αντίο» που μου προόριζες μα επέλεξες να κρατήσεις τελικά κλειδωμένο ανάμεσα στα χείλη σου.
Έμεινε μόνο μια απροσάρμοστη και ανένταχτη νοσταλγία να κομπάζει για τα ζωηρά της χρώματα που ξεδιπλώνονται κάθε φορά που σε βρίσκω στων αναμνήσεών μου το ξεχασμένο μονοπάτι. Ένας νόστος του οποίου επέλεξες να γίνεις πιστός κι αιώνιος συνοδοιπόρος όταν αφέθηκες να σε σκεπάσει η σιωπή. Μια νοσταλγική πινελιά την οποία ορκίστηκα να προσπαθώ να απαξιώνω κάθε φορά που την βρίσκω στο διάβα μου κι ας είναι το μόνο κειμήλιο που έχω από σένα…