Ο Κιάνου Ριβς επιστρέφει ως Τζον Γουίκ aka «όλοι θέλουν να με σκοτώσουν αλλά τους σκοτώνω πρώτος», προσπαθώντας για ακόμη μια φορά να ζήσει μια ήρεμη ζωή με το σκύλο του, αλλά αμαρτίες του παρελθόντος δεν τον αφήνουν. Ακόμη μια ταινία γεμάτη δράση, ξύλο και φονικό, και με μια ξεχωριστή «επανένωση»
John Wick: Chapter 2 (2017) – Περιπέτεια δράσης, 121΄
Σκηνοθεσία: Chad Stahelski
Σενάριο: Derek Kolstad
Πρωταγωνιστούν: Keanu Reeves, Common, Laurence Fishburne
Ένα χρέος του παρελθόντος υποχρεώνει τον πρώην εκτελεστή Τζον Γουίκ να επανέλθει στη δράση, και σύντομα θα δώσει μάχη για τη ζωή του καθώς η μαφία τον επικηρύσσει.
Αφού ξεπάστρεψε ολομόναχος τη μισή ρωσική μαφία των ΗΠΑ στο πρώτο φιλμ, ο Τζον ξεκαθάρισε έναν τελευταίο λογαριασμό με τους εχθρούς του και αποφάσισε να αποσυρθεί εκ νέου από τον υπόκοσμο. Έλα, όμως, που εμφανίζεται σπίτι του ένας ισχυρός Ιταλοαμερικανός μαφιόζος, χάρη στον οποίο είχε αποσυρθεί την πρώτη φορά και στον οποίο χρωστά ανταπόδοση, βάσει των ιδιαίτερων κανόνων του υποκόσμου. Ακόμη κι όταν ο Τζον ξεπληρώσει το χρέος του, ωστόσο, δεν είναι και τόσο εύκολο να βγει από τη… λάσπη στην οποία για ακόμη μια φορά βούτηξε, κι είναι αναγκασμένος, μεταξύ άλλων, να αναζητήσει ένα φίλο από το παρελθόν (Laurence Fishburne) για να επιβιώσει.
Ο ρυθμός της ταινίας δε διαφέρει πολύ από την πρώτη: πολλή δράση, γρήγορη εξέλιξη, μάχες σώμα με σώμα και… όπλο με όπλο, με νικητή φυσικά πάντα τον ήρωά μας απέναντι σε υπεράριθμες δυνάμεις. Στην ταινία αυτή, ωστόσο, μέχρι ένα σημείο ο Τζον δεν προσπαθεί να πάρει εκδίκηση, όπως πριν, αλλά απλώς να μείνει ζωντανός ξεπληρώνοντας παλαιότερα χρέη. Όταν καταλαβαίνει βέβαια πως κάποιοι τον έχουν εξαπατήσει, τότε αλίμονό τους.
Για άλλη μια φορά, οι περίπλοκοι και εύστοχοι κώδικες τιμής του υποκόσμου κλέβουν την παράσταση. Εκτός από το τρομερό ξενοδοχειακό συγκρότημα Continental, ένα υπερπολυτελές καταφύγιο στο οποίο οι παράνομοι μπορούν να διαμένουν επ΄ αόριστον και οποιαδήποτε συμπλοκή μεταξύ τους απαγορεύεται και τιμωρείται αυστηρά, αυτή τη φορά έχουμε και κάτι που αποκαλείται “marker”, το πειστήριο μιας συμφωνίας τιμής μεταξύ δύο παρανόμων που υποχρεώνει τον έναν να ανταποδώσει τη χάρη που του έκανε κάποτε ο άλλος, με αυστηρότατες τιμωρίες και πάλι αν παραβεί τους κανόνες.
Ο Ριβς συμμετέχει πρακτικά σε κάθε σκηνή της ταινίας, και παρότι τα χρόνια πέρασαν εξακολουθεί να το «έχει», όταν πρόκειται για πιστολίδι και μονομαχίες. Φυσικά στηρίζεται στην αξιόλογη σκηνοθεσία του Τσαντ Σταχέλσκι, ο οποίος αποδίδει αυτές τις σκηνές με τρόπο που σε καθηλώνει. Αν και παίζει ελάχιστα, αυτός που ξεχωρίζει στο καστ είναι ο Laurence Fishburne, λόγω της πρώτης εμφάνισης του στο πλευρό του Ριβς από τότε που ως Μορφέας του έδινε το μπλε και το κόκκινο χάπι στο θρυλικό Matrix και τις συνέχειές του. Ειδική μνεία και στον βραβευμένο με Όσκαρ ράπερ Common, που αποδεικνύει διαρκώς ότι μπορεί να σταθεί αξιοπρεπώς και στην υποκριτική.
Ακριβώς όπως και το πρώτο φιλμ, έτσι και τούτο δεν είναι κάτι εξαιρετικό ή κάτι που θα αφήσει εποχή, αλλά μια ταινία που βλέπεται ευχάριστα, ειδικά με παρέα και δεν εμφανίζει κάποιο εμφανές ψεγάδι. Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες σεναριακές εμπνεύσεις (εκτός των ιδιαίτερων κανόνων του υποκόσμου που προαναφέρθηκαν), αλλά δε χρειάστηκε κιόλας, καθώς η ταινία απλώς αναπτύσσει μια απλή, προσχηματική υπόθεση για να ξετυλίξει τη δράση.
Χωρίς να θέλω να σας κάνω spoil, η τρίτη ταινία του franchise βρίσκεται ήδη στα σκαριά κι εκεί τα πράγματα θα είναι ακόμη πιο δύσκολα για τον Τζον Γουίκ, ένα χαρακτήρα που δεν είναι ούτε συμπαθής ούτε αντιπαθής, αλλά μας αρέσει να τον βλέπουμε να τα βάζει με όλους και όλα και να κερδίζει. Η εξαιρετική επίδοση αμφότερων των ταινιών στο box office αλλά και οι θετικές κριτικές που απέσπασε το έργο αποδεικνύουν του λόγου το αληθές, κι οι συντελεστές της ταινίας δεν πρέπει να έχουν κανένα παράπονο.