Ένας από τους πιο αναγνωρισμένους, αν και εσχάτως αμφιλεγόμενος, σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες, ο Γιάννης Σμαραγδής επιστρέφει με τη βιογραφία ενός από τους πιο αναγνωρισμένους, αλλά επίσης αμφιλεγόμενο (στην εποχή του τουλάχιστον), Έλληνα συγγραφέα, του Νίκου Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης (2017) – Βιογραφικό δράμα, 120΄
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Γιάννης Σμαραγδής
Πρωταγωνιστούν: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Μαρίνα Καλογήρου, Νίκος Καρδώνης, Θοδωρής Αθερίδης
Η ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, από τα παιδικά χρόνια στην κατεχόμενη από τους Τούρκους Κρήτη μέχρι την προσωπική και επαγγελματική καταξίωση σε Ελλάδα και εξωτερικό και τους φίλους και εχθρούς που δημιούργησε.
Για να το ξεκαθαρίσω από την αρχή, το άρθρο αυτό είναι μια κριτική της ταινίας και τίποτε παραπάνω ή λιγότερο. Τον τελευταίο καιρό έχουν ακουστεί διάφορα για τις πολιτικές απόψεις του σκηνοθέτη Σμαραγδή και την ανέλιξή του στο χώρο της έβδομης τέχνης. Το παρόν άρθρο ασχολείται μόνο με το φιλμ αυτό καθαυτό και δεν καλύπτει το παρασκήνιο.
Στο διά ταύτα τώρα. Η ιστορία μας, όπως συμβαίνει συχνά στις βιογραφίες, ξεκινά από το τέλος. Στο Φράιμπουργκ της (Δυτικής) Γερμανίας, το 1957, ο Νίκος Καζαντζάκης περνά τις τελευταίες του ώρες, με την αγαπημένη σύζυγό του Ελένη Σαμίου πάντα στο πλευρό του. Από εκεί ξεκινά ένα εκτενές πολυεπίπεδο flashback που καλύπτει σταδιακά, γενικά με χρονολογική σειρά αλλά όχι πάντοτε, τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής του τεράστιου αυτού συγγραφέα.
Η αφήγηση αυτή δεν έχει συνεχή, συγκεκριμένη ροή, αλλά προβάλλει συγκεκριμένα στιγμιότυπα της ζωής του Καζαντζάκη χωρίς να τα συνδέει απαραίτητα μεταξύ τους. Προβάλλονται, μεταξύ άλλων, η σχέση του με τον πολύ σκληρό πατέρα του, ως παιδί αλλά και ως ενήλικας, η στενή φιλία του με τον εκκεντρικό ποιητή Άγγελο Σικελιανό, οι θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές αναζητήσεις του, οι συνθήκες γύρω από τις οποίες γράφτηκαν τα σημαντικότερα έργα του (κυρίως ο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά) και, προς το φινάλε, κυριαρχεί δίπλα του η παρουσία της δεύτερης συζύγου του (η πρώτη ούτε καν αναφέρεται, σημαντικό «φάουλ» του σεναρίου).
Η μη αναφορά της πρώτης συζύγου του συγγραφέα είναι, δυστυχώς, ένα από τα πολλά κενά του σεναρίου. Προφανώς μια κινηματογραφική βιογραφία ενός ιστορικού προσώπου δε μπορεί να καλύπτει ολόκληρη τη ζωή του, αλλά εδώ εντοπίζονται διαρκώς τόσο κενά/άλματα (χαρακτήρες εμφανίζονται από το πουθενά, ενέργειες του συγγραφέα εξηγούνται εκ των υστέρων ή/και ανεπαρκώς) είτε χρονολογικά σφάλματα (ηλικίες και χρονολογίες συχνά δε συνάδουν). Επίσης, γεγονότα όπως η σύγκρουση του με την εκκλησία στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναφέρονται μεν, αλλά περνάνε στα «ψιλά», ενώ άλλα υπεραναλύονται μάλλον ανούσια.
Τα λάθη αυτά εκθέτουν ανεπανόρθωτα το σενάριο και αποτελούν τροχοπέδη στην προσπάθεια του Σμαραγδή να παρουσιάζει μια δραματοποιημένη αλλά ρεαλιστική βιογραφία του Καζαντζάκη. Ταυτόχρονα, «ακυρώνουν» εν μέρει την θετική, μεστή ερμηνεία του πάντα σταθερού Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου (Πολίτικη Κουζίνα, Ένας Άλλος Κόσμος κ.α.) στον κεντρικό ρόλο, αλλά και των υπολοίπων ηθοποιών, ιδίως του Νίκου Καρδώνη (Σικελιανός) και του Θοδωρή Αθερίδη (Γιώργης Ζορμπάς, η επαφή μαζί του ενέπνευσε τον Καζαντζάκη να γράψει το διασημότερο έργο του). Ειδική μνεία αξίζει η ολιγόλεπτη εμφάνιση του εκλιπόντος Στάθη Ψάλτη, αν κι η αλήθεια είναι πως τον συγκεκριμένο άνθρωπο δύσκολα μπορείς να τον σκεφτείς να παίζει σοβαρά.
Στα θετικά της ταινίας, πάντως, η απεικόνιση της εποχής και η φωτογραφία της. Τα σκηνικά, τα τοπία, οι λήψεις της κάμερας, τα κοστούμια, αποπνέουν αριστοκρατικό αέρα, υψηλής ποιότητας και άλλης εποχής. Αν η ζωή, το έργο και οι σκέψεις του ήρωα αποδίδονται μάλλον διαστρεβλωμένα, με ελλείψεις και μελοδραματισμούς, τουλάχιστον η εποχή στην οποία έζησε και οι συνθήκες αποδίδονται όπως πρέπει, νοσταλγικά αλλά με ρεαλισμό.
Τι πρόσημο παίρνει τελικά, μετά από όλα αυτά, ο Καζαντζάκης; Μάλλον ουδέτερο, αλλά η γλυκόπικρη αίσθηση πως ο Σμαραγδής θα μπορούσε να έχει φτιάξει μια πολύ καλύτερη ταινία είναι εμφανής. Στη σημερινή φτωχή για τον ελληνικό κινηματογράφο εποχή, δεν έχουμε την πολυτέλεια να απορρίπτουμε ασυζητητί σκηνοθέτες σαν τον Σμαραγδή και ταινίες σαν τον Καζαντζάκη. Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, πως το αποτέλεσμα δικαιώνει τις προσδοκίες, και αντικειμενικά η ταινία, κατά την προσωπική μου άποψη, με το ζόρι… περνάει τη βάση.