Το Πάσχα τελείωσε, σιγά σιγά αρχίζουμε να ξεπρηζόμαστε από το φαΐ, επιστρέφουμε στην βάση μας και επανερχόμαστε στην -όμορφη ελπίζω- ρουτίνα μας. Βέβαια, οι ευχάριστες οικογενειακές και οι ξέγνοιαστες με τους φίλους στιγμές θα μείνουν για πάντα στο μυαλό μας. Το ίδιο έντονα αποτυπώθηκαν στο νου και στην καρδιά τα αισθήματα που κατάφεραν να δημιουργήσουν μερικές από τις ταινίες με τις οποίες μας βομβάρδισαν τα τηλεοπτικά κανάλια τις δύο αυτές άγιες εβδομάδες. Για μία τέτοια δυναμική και σκεπτόμενη ταινία θα μιλήσουμε σήμερα. Ο τίτλος αυτής είναι Κοινός Παρανομαστής. Πρόκειται για ελληνική παραγωγή και κατατάσσεται άνετα στην κατηγορία των καλύτερων ελληνικών ταινιών που έχω δει.
Ο κύριος Πλάτωνας (Αντώνης Αντωνίου) είναι ο ιδιοκτήτης ενός παραδοσιακού καφενείου στην επαρχεία. Μια μέρα έτυχε να βρεθούν στο μαγαζί του τρεις άγνωστοι μεταξύ τους αλλά και γενικότερα στην περιοχή άντρες. Σύντομα θα αρχίσουν να μιλάνε και αν και αποδεικνύεται γρήγορα ότι είναι τέσσερις άνθρωποι με πολύ διαφορετικές απόψεις, η συζήτηση αλλά και η τροπή που αυτή θα πάρει έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Θα καταφέρουν άραγε να βρουν κάτι κοινό μεταξύ τους, έναν κοινό παρανομαστή;
Σκηνοθέτης της ταινίας, χάρη μάλιστα της οποίας πήρε και βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, είναι ο Σωτήρης Τσαφούλιας. Αυτό που τραβάει αρχικά την προσοχή είναι η θεατρικότητα που χαρακτηρίζει την ταινία. Όλη η δράση διαδραματίζεται σε ένα μέρος, το καφενείο του κυρίου Πλάτωνα, και οι χαρακτήρες αξιοποιώντας μόνο τα αντικείμενα γύρω τους και τους εαυτούς τους, δηλαδή το σώμα και την φωνή τους, καταφέρνουν να ενημερώσουν τους θεατές για την πλοκή και την ιστορία. Ένα στοιχείο που εντείνει την θεατρικότητα είναι και το γεγονός ότι η ιστορία εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο χωρίς δηλαδή να χειραγωγείται ο χρόνος ώστε να κυλήσει πιο γρήγορα ή πιο αργά. Η μόνη χρονική χειραγώγηση ή αλλιώς η μόνη κινηματογραφική τεχνική που χρησιμοποιήθηκε είναι μια αναδρομή μερικών δευτερολέπτων, όπου ο κύριος Πλάτωνας αναπολούσε την κόρη του μικρή. Αν και το πλάνο αυτό έρχεται σε αντιπαράθεση με την πολιτική που ασκήθηκε σε όλη την υπόλοιπη ταινία, στην πραγματικότητα ενισχύει την ένταση και το βάθος της ανιδιοτελής αγάπης που ένας γονιός αισθάνεται για το παιδί του.
Η αγάπη, οι γυναίκες, οι ανθρώπινες σχέσεις και η ευτυχία είναι μερικά από τα θέματα που αναπτύσσονται στην ταινία χάρη στην ενδιαφέρουσα συζήτηση που έγραψε ο ίδιος ο σκηνοθέτης Σωτήρης Τσαφούλιας. Αν και σχεδόν ολόκληρη η ταινία μπορεί να θεωρηθεί μια συζήτηση γεγονός που μπορεί να κάνει τους λάτρεις της δράσης να βαρεθούνε και να αισθανθούν ότι βομβαρδίζονται από φιλοσοφίες και ψαγμενιές, υπάρχει ροή και οι συνομιλητές περνάνε ομαλά και φυσικά από το ένα θέμα στο άλλο. Επίσης, κατανοούμε άριστα τους χαρακτήρες μέσα από τις διαφορετικές απόψεις που εκφράζουν. Το ότι ο καθένας έχει διαφορετική γνώμη για το ίδιο θέμα είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί ο κάθε χαρακτήρας εκπροσωπεύει ένα αρχέτυπο τύπο ανθρώπου. Ο Νίκος (Βλαδίμηρος Κυριακίδης) είναι ωμός και είναι ο τύπος του ανθρώπου που θέλει να ευχαριστιέται την κάθε στιγμή χωρίς όμως να φροντίζει να μην δυσαρεστεί τις στιγμές των άλλων. Ο Αλέξανδρος (Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης) είναι ρομαντικός, αναζητά την ψυχική επαφή και δεν φοβάται, όπως λέει ο ίδιος να “σηκώσει τα χέρια του στα αστέρια” αν και θα ήταν καλό να τα κατέβαζε και στην γη. Ο Δημήτρης (Ρένος Χαραλαμπίδης), όπως εύστοχα αναφέρεται και στην ταινία, είναι σκεπτόμενος άνθρωπος, αλλά από την πολλή την σκέψη ξέχασε να ζήσει. Τέλος, ο κύριος Πλάτωνας (Αντώνης Αντωνίου) κατέχει την σοφία του ομώνυμου του και την κατανόηση που πρέπει να επιδεικνύει κάθε καλός γονιός.
Παρακολουθώντας το έργο αντιλήφθηκα για μία ακόμα φορά πως όταν όλοι όσοι δουλεύουν για μια ταινία είναι επαγγελματίες καταφέρνουν βάζοντας ο καθένας το λιθαράκι του να δημιουργήσουν ένα αξιοπρεπέστατο αποτέλεσμα. Ας ξεκινήσουμε με τους ηθοποιός τα ονόματα των οποίων αναφέρθηκαν προηγουμένως. Πρόκειται για μεγάλα ονόματα με μεγάλη εμπειρία στον χώρο και αυτό φαίνεται και από τις ερμηνείες τους. Αν και έχουμε συνηθίσει να τους βλέπουμε σε κωμικούς ρόλους, ανταποκρίνονται άριστα και στις απαιτήσεις του δράματος. Ο Αντώνης Μιτζέλος με τις μελωδίες που πρόσθεσε είτε σε στιγμές αποφόρτισης είτε σε κρίσιμες σκηνές καταφέρνει να κάνει ακόμα πιο έντονα τα αισθήματα των θεατών είτε για όσα συνέβησαν είτε για όσα πρόκειται να συμβούν. Η Ελένη Μανολοπούλου έκανε εξαιρετική δουλειά με τον χώρο και την διακόσμησή του. Οι παλιές φωτογραφίες, τα ξύλινα τραπέζια με τις καρέκλες, τα εργαλεία με τα οποία ο κύριος Πλάτωνας φτιάχνει τους ελληνικούς καφέδες, τα παλιό ραδιόφωνο εκπέμπουν έξοχα την αίσθηση του παραδοσιακού καφενείου. Βέβαια, το απαλό, σκούρο πράσινο στους τοίχους προσφέρει μια κάπως πιο μοντέρνα νότα, που ταιριάζει με την εποχή και την συζήτηση. Τέλος, η Ζωή Ξάνθη, η ενδυματολόγος της ταινίας, φρόντισε το στυλ των ρούχων και τα χρώματα που φορούν οι τέσσερις πρωταγωνιστές να είναι διαφορετικά, ώστε να φαίνεται ακόμα και από την εξωτερική τους εμφάνιση πόσο διαφέρουν μεταξύ τους.
Συμπέρασμα; Αν και η δράση είναι πολύ περιορισμένη, ο Κοινός Παρανομαστής είναι μία άκρως ανθρωποκεντρική ταινία που αναδεικνύει διαφορετικές απόψεις για καθημερινά αλλά άκρως ουσιώδη θέματα που απασχολούν όλους τους ανθρώπους. Σίγουρα τόσο κατά τη διάρκεια της θέασης όσο και στο τέλος της θα σκέφτεσαι τα όσα ειπώθηκαν και ποια είναι η δική σου άποψη για τα διάφορα θέματα που αναλύθηκαν.