Η τριλογία των Πενήντα Αποχρώσεων του Γκρι, που ξεκίνησε το 2015 με πολλές προσδοκίες και κατέληξε σε εμπορική επιτυχία αλλά πλήρη απαξίωση στις κριτικές –και όχι μόνο των ειδικών- έφτασε αισίως στο τέλος της με μια τρίτη ταινία που αν μη τι άλλο προσπαθεί να ξεφύγει λίγο από την πεπατημένη των δύο πρώτων και να παρουσιάσει, την ύστατη στιγμή έστω, κάτι διαφορετικό. Και πάλι, όχι στον τομέα που περιμέναμε.
Fifty Shades Freed (2018) – Ρομαντικό δράμα, 105΄
Σκηνοθεσία: James Foley
Σενάριο: Niall Leonard
Πρωταγωνιστούν: Dakota Johnson, Jamie Dornan, Eric Johnson, Rita Ora
Ο Christian κι η Anastasia είναι πια ανδρόγυνο και μοιάζουν έτοιμοι να ζήσουν ευτυχισμένοι, όταν το πρώην αφεντικό της τελευταίας ξαναμπαίνει στο παιχνίδι με επικίνδυνες διαθέσεις, ενώ μια διαφορά μεταξύ του ζεύγους απειλεί κι αυτή την ηρεμία τους.
Οι δύο πρώτες ταινίες της πολυαναμενόμενης –αρχικά- τριλογίας, μεταφοράς των πασίγνωστων best seller E.L. James, δέχτηκαν τα πυρά των κριτικών καθώς απέτυχαν παταγωδώς να αποδώσουν το αισθησιακό, σαδομαζοχιστικό πνεύμα των βιβλίων, με δυο ψυχρούς κι άχρωμους πρωταγωνιστές, σενάρια «άρπα κόλλα» και σκηνοθεσία ούτε ρεαλιστική ούτε καλαίσθητη. Δυο βαρετές ρομαντικές κομεντί, με λίγο παραπάνω σεξ και κακό σενάριο.
Για την τρίτη ταινία, για τις ανάγκες της οποίας κάθησε στην καρέκλα του σκηνοθέτη ο James Foley (όπως και στην αμέσως προηγούμενη), το κόνσεπτ έγινε λίγο πιο περιπετειώδες –όχι ερωτικά- και σκοτεινό, χωρίς πολύ έντονο το ρομαντικό στοιχείο και με λίγες σκηνές «παθιασμένου» έρωτα, οι οποίες υπήρξαν εξίσου αποτυχημένες μ΄ αυτές των προηγούμενων ταινιών. Όποτε το σενάριο έκανε στροφή στη ρομαντική κομεντί, με τα δήθεν σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει το νεόνυμφο ζευγάρι, το παρελθόν τους, την παράλογη υπερπροστατευτικότητα του Christian και τις ζήλειες της Anastasia, το αποτέλεσμα ήταν τόσο κακό που συγκρατείσαι για να μην κλείσεις την ταινία εκείνη τη στιγμή.
Στο παιχνίδι όμως εδώ μπαίνει κι ένα τρίτο πρόσωπο, ο απαίσιος πρώην προϊστάμενος της Anastasia, ο οποίος καταστράφηκε μετά τις –όχι αβάσιμες- κατηγορίες εναντίον του για σεξουαλική παρενόχληση και διψάει για εκδίκηση. Τόσο που δε θα σταματήσει πουθενά, καταδιώκοντας την ηρωίδα μ΄ όποιον τρόπο μπορεί.
Ο τύπος αυτός είναι λιγάκι ο κλισέ κακός: ψεύτης, ραδιούργος, πανούργος και χωρίς ηθικούς φραγμούς, δε θα σταματήσει πουθενά μέχρι να καταστρέψει την ευτυχία του ζεύγους. Μέσα στο χάλι, ωστόσο, ολόκληρης της τριλογίας, το –μη ρεαλιστικό, έστω- στοιχείο του σασπένς και της δράσης που προσθέτουν οι πράξεις του, αποτελούν όαση και συντηρούν κάπως το ενδιαφέρον. Προχειροφτιαγμένο, προβλέψιμο, αλλά τουλάχιστον κάτι διαφορετικό, κάτι που δε σε κουράζει να το βλέπεις.
Οι πρωταγωνιστές, Jamie Dornan και Dakota Johnson, δείχνουν κάπως πιο «ψημένοι» και με λιγότερες αναστολές από τις πρώτες δυο ταινίες, ωστόσο η χημεία μεταξύ τους είναι μηδαμινή και σε κάθε σκηνή δείχνουν τόσο βαριεστημένοι που τα γυρίσματα της ταινίας μάλλον ήταν απλά μια υποχρέωση γι΄ αυτούς. Η σκηνοθεσία είναι ξανά αδιάφορη, το σενάριο προσπαθεί να ξεφύγει με τις μηχανορραφίες του διεφθαρμένου πρώην αφεντικού αλλά μένει στη μέση καθώς στερείται σοβαρότητας και αληθοφάνειας.
Έφτασε στο τέλος της λοιπόν αυτή η τριλογία, την οποία μάλλον θα μνημονεύουμε για τους λάθος λόγους στα χρόνια που θα έρθουν. Το τέλος δείχνει να ήρθε με ανακούφιση και για τους ίδιους τους συντελεστές (τους πρωταγωνιστές, τουλάχιστον) παρά τα 1,2 δις. $ που απέσπασαν συνολικά οι τρεις ταινίες, στηριζόμενες κυρίως στο εφηβικό κοινό και –κυρίως η πρώτη- στην περιέργεια πολλών. Αν δε σας άρεσαν οι δύο πρώτες ταινίες, μη δοκιμάζετε καν, αν σας άρεσαν, λογικά θα σας αρέσει κι αυτή. Σε αντίθεση με αυτή των βιβλίων, η κινηματογραφική τριλογία υπήρξε, δυστυχώς, ό,τι πιο άγευστο έχουμε δει τα τελευταία χρόνια…