Αύγουστος. Ο μήνας που η ευθυγράμμιση πλανητών μοιάζει ποιητική πραγματικότητα.
Ο μήνας που τα δέντρα ζωγραφίζουν με τη σκιά τους στην άμμο με μια προσμονή για κάτι μεγαλειώδες. Ο μήνας που υποχωρεί η κίνηση δίνοντας τη σκυτάλη στη συγκίνηση.
Αύγουστος. Ο μήνας που ένα δευτερόλεπτο κρατάει περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο
και όλα τα δευτερόλεπτα μαζί πίνουν κοκτέιλ κάτω απ΄τον ήλιο.
Μία επανάληψη σχεδόν αιωνιότητας. Κι ο καθένας μας περισσότεροι από ένας. Κι όλοι μαζί ύστερα από έναν πένθιμο Ιούλη σχηματίζουμε πλακόστρωτα σε νησιά, συμπληρώνοντας παζλ από συσσωρευμένες ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Τόσο κοντά ο ένας απ΄τον άλλον. Τόσο κοντά κι η ζωή απ΄το θάνατο.
Σαν βιολιστές χαράζουμε ηλιοβασιλέματα με το δοξάρι της ανεμελιάς μέσα στα μάτια.
Τόσο κοντά, σαν Αύγουστος. Τόσο μακριά, σαν απέναντι.
Σε καμμένη γη και μεταμοσχευμένα όνειρα, έφτασε ένας Αύγουστος σαν καθηγητής πυγμαχίας, σαν αστροπελέκι ή σαν εξουσιαστής με το τροχόσπιτο του, κουβαλώντας ινδικές καρύδες, ελπιδοφόρα φοινικόδεντρα και διαμάντια.
Ήρθε για να μας ψιθυρίσει πως όλα συνεχίζονται είτε το θέλουμε είτε όχι, σαν μυθιστόρημα, σαν χωροχρονικό ταξίδι που πέσαμε πάνω του, με το σύμπαν μέσα μας και γύρω μας.
Ένας τρελός επιστήμονας έφτασε να μας ανάψει το φεγγάρι για να φωτίζονται τα βράδια οι προσδοκίες μας.
Ό,τι απέμεινε. Όσοι απομείναμε. Κι όποιος αντέχει να ‘ναι μαζί. Και όχι παραπάνω. Όπως μπορούμε με μία συνέχεια.
Και κάπως έτσι προλαβαίνουμε. Σαν βουτιά μέσα στη λίμνη, σαν ανταμοιβή για κάτι που ποτέ δε καταλάβαμε.
Σαν πυγολαμπίδα που πετά πάνω απ΄το μακραίωνο συνοφρύωμα του χρόνου. Σαν Αύγουστος που μας λούζει για να υπάρχουμε.
Σαν πεζοί που καταπίνονται απ΄τ΄αμάξια τους προς επιβεβαίωση της ύπαρξης.
Και δοκιμάζουμε χιλιάδες νησιά και ανθρώπους και όνειρα. Γευόμαστε χιλιάδες φαγητά και ποτά και ηλιόλουστα απογεύματα. Ανακατεύουμε τα ποτά μας, τις γεύσεις, τις φιλοδοξίες μας, τις συντριβές, τα σ’ αγαπώ μας, τα νησιά μας τους ανθρώπους μας. Τους δίνουμε διάφορα ονόματα, διάφορες αποχρώσεις και ορμές, προσπαθώντας έτσι να ξεχάσουμε πως υπάρχει μόνο ένα νησί, ένας άνθρωπος, ένα ποτό, ένα φαγητό, μία στιγμή – η μεγαλύτερη. Ένα τώρα. Κι ένας εμείς.
Πως ήμασταν όλοι ένας άνθρωπος απ΄την αρχή. Μία συνηδειτότητα. Μία νύχτα. Ένα φιλί.
Και αρνούμαστε το σήμερα μιλώντας με «θα», «ίσως», «μπορεί», «πιθανόν», «ενδεχομένως» αδιαφορώντας που όλες αυτές οι τερατώδεις δικαιολογίες απομακρύνουν τις αγκαλιές μας.
Μα δε χρειάζεται να πολυφλυαρούμε, να μπερδευόμαστε, να σκορπιόμαστε. Και τα πολλά είναι μία ασφαλής δικαιολογία για όσους δεν έχουν καταλάβει πως δε ζούμε αιώνια. Υπάρχει μόνο μία ερώτηση και ο καθένας μας μια απάντηση μόνος του. Κι όλοι μαζί είμαστε η απάντηση στο χάος μας. Κι είμαστε ολόκληρα. Όχι μισά. Που ψάχνουν άλλα ολόκληρα.
Και προσεγγίζουμε ο ένας τον άλλον με έναν τρόπο. Αυτόν που μας αξίζει πραγματικά και απόλυτα.
Κι έχουμε έναν εαυτό. Τον επικρατέστερο. Κι είμαστε ένας κι εμείς. Μια η μάχη που γίνεται μέσα μας και μία η νίκη. Και ο καθένας για τον άλλον -ένας ολόκληρος. Τόσο απλά θα ‘πρεπε να’ναι.
Και αν δε το κατάλαβες ως τώρα είμαστε όλοι ένας μήνας. Ένας χρόνος, που εμπεριέχει όλους τους μήνες και τις μέρες του χρόνου. Και ο καθένας μας ο εαυτός του και το τώρα του.
Γιατί ο χρόνος είναι το μόνο πράγμα που έχουμε και δεν έχουμε ταυτόχρονα.
Και όλα αυτά σαν άνοιξη. Σαν καλοκαίρι που κοιμάται. Σαν αναλαμπή ενός σοφού. Σαν όνειρό ενός τρελού. Σαν τατουάζ πάνω στο δέρμα μας. Σαν ένοπλες δυνάμεις χωρίς όπλα. Μόνο με ρυθμούς, ανάσες και ροδοπέταλα.
Σαν άγριο παρόν, χωρίς βία. Σαν μουσική και σαν αντίο. Σαν άνεμος.
Και κάπως έτσι γίνονται οι επαναστάσεις. Και θα τα καταφέρουμε στο τέλος. Και τότε θα τα ‘χουμε καταφέρει όλες τις προηγούμενες φορές. Χωρίς πολλά λόγια.
Απλά, σαν Αύγουστος.