Λίγες μόλις ημέρες πριν, ο κινηματογραφικός κόσμος έγινε φτωχότερος με το θάνατο του μεγάλου Ιταλού δημιουργού Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Ο Μπερτολούτσι υπήρξε από τους σημαντικότερους και ανατρεπτικότερους δημιουργούς του 20ού αιώνα, μη διστάζοντας να ξεπεράσει τα όρια “καταλληλότητας” και πολιτικής ορθότητας και ανοίγοντας νέους ορίζοντες στον Ιταλικό και τον παγκόσμιο σινεμά, με ταινίες-ορόσημα όπως ο Κονφορμίστας (1970) και το αμφιλεγόμενο Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι (1972), για το debate γύρω από το οποίο έχω ήδη αναφερθεί σε παλαιότερο άρθρο. Κέρδισε πολλά βραβεία, μεταξύ αυτών κι ένα Όσκαρ Σκηνοθεσίας, το 1987, για την ταινία την οποία θα σχολιάσουμε στο άρθρο αυτό.
Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας (The Last Emperor, 1987)
Βιογραφικό ιστορικό δράμα, 164΄
Σκηνοθεσία: Bernardo Bertolucci
Σενάριο: Mark Peploe & Bernardo Bertolucci
Πρωταγωνιστούν: John Lone, Joan Chen, Peter O’Toole
Η ιστορία του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας, από τη στέψη του όταν ήταν ακόμη μωρό μέχρι την αποπομπή του από τους επαναστάτες, τη συνεργασία του με τους Ιάπωνες στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διαδικασία αποκατάστασης στην οποία υποβλήθηκε από το καθεστώς του Μάο μετά τον πόλεμο.
Από ελέω Θεού αυτοκράτορας της πέμπτης μεγαλύτερης αυτοκρατορίας στα χρονικά, σε “αναμορφωμένος σύντροφος” που εργάζεται ως κηπουρός! Πράγματι, η ιστορία του τελευταίου Κινέζου αυτοκράτορα, Puyi (Lone), είναι ό,τι πρέπει για ταινία. Κι αυτή η ταινία είναι ένα τρίωρο έπος του Μπερτολούτσι, μια ιταλοβρετανική παραγωγή πολύ πιο φαντασμαγορική και… mainstream συγκριτικά με τις περισσότερες ταινίες του αείμνηστου, πια, Ιταλού.
Η πλοκή ακολουθεί την κλασική τακτική in medias res, ξεκινώντας δηλαδή από τη μέση -και προς το φινάλε- της ιστορίας, και συγκεκριμένα στο 1950, όταν ο πρώην αυτοκράτορας είναι πια αιχμάλωτος του κομμουνιστικού καθεστώτος του Μάο, για εγκλήματα πολέμου ως συνεργός των Γιαπωνέζων στις αδιανόητες θηριωδίες που διέπραξαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ανακριτές του τον πιέζουν να τους πει και την παραμικρή λεπτομέρεια έτσι ώστε να αντιληφθεί τα λάθη του, να τα παραδεχτεί και να “αναμορφωθεί” στα πλαίσια της κομμουνιστικής φιλοσοφίας. Έτσι ξεκινά η αφήγηση των γεγονότων, από την ηλικία των δύο μόλις ετών, όταν ο Puyi στέφθηκε αυτοκράτορας μιας υπό διάλυση πρώην υπερδύναμης, καταλήγοντας ξανά στην αρχή και συνεχίζοντας την ιστορία μέχρι το θάνατό του.
Μια πραγματική απίστευτη βιογραφία, την οποία ο Μπερτολούτσι μεταφέρει στην οθόνη με όλη της τη μεγαλοπρέπεια, με αρκετά θετική ματιά για τον κεντρικό της ήρωα (ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα πολύ πιο βίαιος και αδιάφορος για οτιδήποτε εκτός από τον εαυτό του απ΄ότι απεικονίζεται) και μια κουστωδία διεθνών ονομάτων στο καστ, με προεξέχοντα φυσικά τον Πίτερ Ο΄Τουλ, που υποδύεται τον Σκοτσέζο δάσκαλο του Puyi. Το πάθος του τελευταίου για οτιδήποτε δυτικό, η επιθυμία του να ξαναβρεί την παράλογη δόξα των παιδικών του χρόνων αλλά και η ευπιστία του, τον οδηγούν σε πράξεις κι ενέργειες που δε θα μπορούσε να φανταστεί. Παραδόξως, όπως αποδεικνύεται περίτρανα στο φινάλε, όσο λιγότερα είχε ο συγκεκριμένος άνθρωπος, τόσο πιο ευτυχισμένος ήταν.
Ο Μπερτολούτσι αναδεικνύει στο τρίωρο αυτό βιογραφικό δράμα όλο το πλούσιο ταλέντο του, παρουσιάζοντας μια ταινία αφενός επική, εύπεπτη και γεμάτη χρώματα, ένταση και δράση, αλλά χωρίς να αγνοήσει και την ανθρώπινη πλευρά του πράγματος. Το σενάριο ελέγχεται για την ιστορική του ακρίβεια και τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τα γεγονότα, αλλά κρατά το ενδιαφέρον σε υψηλά επίπεδα. Οι βαθιές εσωτερικές αναζητήσεις, που περνούν από τους ήρωες στο θεατή σε στιλ αρχαιοελληνικής τραγωδίας, και αποτελούν σήμα κατατεθέν του Μπερτολούτσι, είναι ξανά εδώ, αλλά κρυμμένες πίσω από τα γεγονότα και τις περιγραφές.
Εντυπωσιακή και φαντασμαγορική -τουλάχιστον για το κοινό του 1987, σήμερα δε φαντάζει κάτι ιδιαίτερο μ΄αυτά που έχουμε δει έκτοτε- και ταυτόχρονα μ΄ ένα αληθινό, πρωτότυπο σενάριο γεμάτο αφορμές για σκέψη και προβληματισμό, η ταινία σάρωσε τα Όσκαρ εκείνης της χρονιάς κερδίζοντας εννέα, και χαρίζοντας στο δημιουργό της το χρυσό αγαλματίδιο που άξιζε τουλάχιστον μία φορά στην καριέρα της. Δεν είναι η πιο αντιπροσωπευτική ταινία του Μπερτολούτσι, ίσως να μην είναι καν η καλύτερη, είναι όμως από τις καλύτερες του είδους της και η πιο mainstream προσπάθεια του εκλιπόντος σκηνοθέτη.