Μια από τις τελευταίες εν ζωή αστέρες του κλασικού Χόλιγουντ, της νοσταλγικής εποχής της έβδομης τέχνης αλλά και του πενταγράμμου, η αγαπημένη ηθοποιός και τραγουδίστρια Doris Day έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, πλήρης ημερών, στα 97 της χρόνια. Στο άρθρο αυτό θα μιλήσουμε για τη συνεργασία της με τον «βασιλιά του σασπένς» Άλφρεντ Χίτσκοκ, σε μια ταινία που θα θυμόμαστε για πάντα χάρη σ΄ένα τραγούδι της, αν όχι οτιδήποτε άλλο.
The Man Who Knew Too Much (1956) – Μυστηρίου, 120΄
Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock
Σενάριο: John Michael Hayes
Πρωταγωνιστούν: James Stewart, Doris Day, Bernard Miles, Brenda de Banzie
Ο μικρός γιος ενός ζευγαριού Αμερικανών εξαφανίζεται κατά τη διάρκεια οικογενειακών διακοπών στο Μαρόκο. Σύντομα το ζευγάρι μαθαίνει πως πίσω από την εξαφάνιση-απαγωγή κρύβεται ένα πολύ επικίνδυνο συνδικάτο εγκλήματος που έχει πολύ υψηλότερους και επικίνδυνους στόχους.
Η ταινία ακολουθεί γενικά ένα από τα αγαπημένα μοτίβα του Χίτσκοκ, έναν δηλαδή ή περισσότερους ανθρώπους να μπλέκουν σε μια ιστορία γεμάτη κινδύνους, απειλές και συνωμοσίες χωρίς να έχουν κάνει κάτι, απλώς επειδή βρέθηκαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Η συγκεκριμένη ιστορία μάλλον άρεσε πολύ στο Βρετανό δημιουργό καθώς τη γύρισε δυο φορές (!), αν και πλην του γενικότερου κόνσεπτ τα σενάρια αποκλίνουν σε μεγάλο βαθμό. Η πρώτη ταινία ανήκει στην πρώιμη χιτσκοκική περίοδο, πριν μετακομίσει στις ΗΠΑ και γυρίστηκε το 1934. Ο Χίτσκοκ, όταν του ζήτησαν να συγκρίνει τα δυο του έργα, δήλωσε «το αρχικό φιλμ αποτελεί έργο ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη, το ριμέικ ενός επαγγελματία».
Βρίσκουμε λοιπόν στην ιστορία μας δυο σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής, τον James Stewart και τη Doris Day, να υποδύονται το ανδρόγυνο που είχε την ιδέα να ταξιδέψει τον κόσμο κάνοντας διακοπές και έμπλεξε στα πλοκάμια ενός κυκλώματος που απειλεί να προκαλέσει παγκόσμια αναταραχή. Από ένα παιχνίδι της τύχης, το ζευγάρι μαθαίνει μια πολύτιμη πληροφορία (εξ ου και ο τίτλος της ταινίας) για τα σχέδια του εν λόγω κυκλώματος κι έτσι ο μικρός τους γιος πέφτει θύμα απαγωγής προκειμένου να μη μιλήσουν οι γονείς του. Τυπική χιτσκοκική ιστορία.
Εδώ όμως μιλάμε για ήρωες του Χίτσκοκ, και οι ήρωες του Χίτσκοκ, όσο κι αν φαίνονται καθημερινοί άνθρωποι, όταν βλέπουν τα σκούρα είναι ικανοί για τα πάντα. Γίνονται ντετέκτιβ, πυγμάχοι, πολιτικοί, ακόμα και τραγουδιστές προκειμένου να βγουν από τη στενωπό στην οποία εν αγνοία τους εισήλθαν. Ο Stewart κι η Day, με την περσόνα του καθημερινού ανθρώπου που ανέκαθεν τους συνόδευε, αποτελούν το ιδανικό καστ για μια τέτοια ιστορία.
Το σενάριο από μόνο του δε λέει και πολλά, για να είμαστε ειλικρινείς, τουλάχιστον για τα στάνταρ του Χίτσκοκ και σε σύγκριση με τα πολυάριθμα αριστουργήματά του. Αυτό που αξίζει εδώ είναι η επένδυση, το περιτύλιγμα. Έντονα χρώματα, εντυπωσιακή φωτογραφία με αντιθέσεις από διάφορα μέρη της γης (Ταγγέρη-Λονδίνο), συναρπαστικά πλάνα και, σε βαθμό μοναδικό για Χίτσκοκ, μουσική. Ποτέ άλλοτε η μουσική δεν έπαιξε τόσο ρόλο στη λύση ενός χιτσκοκικού μυστηρίου όσο σε τούτη την ταινία.
Μ΄αυτό τον τρόπο επανέρχομαι στον πρόλογο του άρθρου και το ανεπανάληπτο Que Sera, Sera, το οσκαρικό τραγούδι που ερμηνεύει δις η αείμνηστη πια Doris Day κι άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του τόσο στην ταινία όσο και εκτός αυτής. Ένα ανάλαφρο, αισιόδοξο τραγούδι δε φαίνεται να έχει θέση σε μια γκραν γκινιόλ, αγωνιώδη πλοκή αλλά ο μαέστρος Χίτσκοκ κατορθώνει να το εντάξει στο σενάριο μ΄ένα τρόπο που δημιουργεί μια συγκλονιστική, σχεδόν ανατριχιαστική αντίθεση. Το κατάλληλο τραγούδι στην κατάλληλη θέση, θα μπορούσαμε να πούμε.
Ο Άνθρωπος που Γνώριζε Πολλά δεν είναι σε καμία περίπτωση μια από τις κορυφαίες, must-see ταινίες του εκκεντρικού πλην ιδιοφυούς Βρετανού δημιουργού. Είναι ωστόσο μια από τις πιο άρτιες και καλογυρισμένες ταινίες του, που κινείται σε πολύ υψηλά καλλιτεχνικά επίπεδα και προδίδεται μόνο από ένα σχετικά αδύναμο, για τα δεδομένα του δημιουργού του, σενάριο. Και η ερμηνεία –τόσο στην υποκριτική όσο και στο τραγούδι- της Doris Day είναι από τους κύριους λόγους που το φιλμ έχει διατηρήσει τη φήμη του τόσα χρόνια μετά.