Ασπρόμαυρο και Netflix πάνε μαζί; Η απάντηση είναι καταφατική και έρχεται διά χειρός Ντέιβιντ Φίντσερ, ενός εκ των πιο επιτυχημένων δημιουργών των τελευταίων δεκαετιών στο Χόλιγουντ (Se7en, Fight Club, The Social Network, Gone Girl). Το ασπρόμαυρο χρησιμοποιείται φυσικά για να αποδώσει την ατμόσφαιρα της εποχής, καθώς το τελευταίο εγχείρημα του Φίντσερ μας μεταφέρει στην Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ, στη δεκαετία του 1930, και στον εκκεντρικό σεναριογράφο Herman J. Mankiewicz, τον άνθρωπο που έγραψε το σενάριο για το Ιερό Δισκοπότηρο της έβδομης τέχνης: τον Πολίτη Κέιν.
Mank (2020) – Βιογραφικό δράμα, 131΄
Σκηνοθεσία: David Fincher
Σενάριο: Jack Fincher
Πρωταγωνιστούν: Gary Oldman, Amanda Seyfried, Lily Collins, Arliss Howard
Στο Χόλιγουντ το 1940, ο σεναριογράφος Herman J. Mankiewicz περνά επαγγελματική και προσωπική κρίση καθώς και προβλήματα αλκοολισμού. Ένας νεαρός σκηνοθέτης του δίνει την ευκαιρία να γράψει το σενάριο που θα τον επαναφέρει στο προσκήνιο, η συγγραφή ωστόσο αποδεικνύεται περίπλοκη υπόθεση που τον οδηγεί σε ουκ ολίγες αναδρομές στο παρελθόν.
Πριν προχωρήσω στο Μανκ, επιτρέψτε μου να αφιερώσω μια παράγραφο για όσους δε γνωρίζουν τι εστί Ο Πολίτης Κέιν, η ταινία του 1941 γύρω από τη συγγραφή του σεναρίου της οποίας ξετυλίγεται το κουβάρι. Η πρώτη ταινία του Όρσον Γουέλς, λοιπόν, με θέμα έναν πλούσιο μεγιστάνα του τύπου που προσπαθεί να τα κερδίσει όλα και, μοιραία, τα χάνει στο τέλος, είναι εμπνευσμένη από το βίο και την πολιτεία του William Randolph Hearst. Αν και σημείωσε επιτυχία όταν κυκλοφόρησε, η ταινία απέκτησε αδιανόητη φήμη στις δεκαετίες που ακολούθησε και τώρα πια θεωρείται ένα φετίχ του σινεμά, μια ταινία που όλοι θαυμάζουν, λίγοι έχουν όντως δει και ακόμα λιγότεροι καταλαβαίνουν. Δεν έχει την τρομερή ιστορία αγάπης, ούτε τους φανατικούς οπαδούς, ούτε τις αξιομνημόνευτες ατάκες άλλων κλασικών αριστουργημάτων, ωστόσο στους κύκλους των σινεφίλ παραμένει τοτέμ. Είτε έχετε δει είτε όχι τον Πολίτη Κέιν, πάντως, το Μανκ θα σας βοηθήσει να τον κατανοήσετε ευκολότερα και πιο αποτελεσματικά.
That said, μια τόσο ιδιαίτερη και μεγαλειώδης ταινία δε θα μπορούσε παρά να έχει ένα επεισοδιακό background. Κεντρικό πρόσωπο, λοιπόν, ο σεναριογράφος Χέρμαν Μάνκιεβιτς (Oldman), αδερφός του οσκαρικού σκηνοθέτη Τζόζεφ (Tom Pelphrey), ένας πολύ επιτυχημένος συγγραφέας της δεκαετίας του 1930 που μοιάζει να βρίσκεται στη δύση της καριέρας του. Ο αλκοολισμός, οι ριζοσπαστικές του αντιλήψεις και η αστάθεια του χαρακτήρα του φέρνει στα όριά τους, μεταξύ άλλων, την πιστή σύζυγό του (Tuppence Middleton), τη γραμματέα του (Collins), καθώς και τους παραγωγούς και σκηνοθέτες του Χόλιγουντ. Ο άπειρος ακόμα στον κινηματογράφο Όρσον Γουέλς (Tom Burke) του δίνει μια ευκαιρία για comeback με τον Πολίτη Κέιν. Για να γράψει το σενάριο, ο Μάνκιεβιτς ανατρέχει στο παρελθόν και θυμάται τις συναντήσεις του με τον θρυλικό ιδρυτή της MGM, Louis B. Mayer (Howard), τον ιδιόρρυθμο, αμφιλεγόμενο μεγιστάνα του κίτρινου τύπου, αλλά και της πολιτικής, William Randolph Hearst (Charles Dance), καθώς και την ταλαιπωρημένη μούσα τον, την ηθοποιό Marion Davies (Seyfried).
Το Μανκ αποτελεί ταυτόχρονα (μερική) βιογραφία του Μάνκιεβιτς, αφιέρωμα στον Hearst, ημι-ντοκιμαντέρ για τον Πολίτη Κέιν και σκιαγράφηση-ηθογραφία του κλασικού Χόλιγουντ και των σκοτεινών παρασκηνίων του. Στο τελευταίο οφείλεται και συνεισφέρει η επιλογή του ασπρόμαυρο και η υιοθέτηση, ακόμα και στους τίτλους έναρξης, τέτοιου στιλ και ατμόσφαιρας που παραπέμπουν ευθέως στην εποχή αναφοράς του έργου. Όλοι οι χαρακτήρες, μεγάλα ονόματα της εποχής, περνούν από το φακό, περιγράφονται, ενεργούν και κρίνονται. Στο επίκεντρο, ωστόσο, πάντα ο σεναριογράφος Μάνκιεβιτς, μια τραγική φιγούρα ικανή για το καλύτερο και το χειρότερο.
Η ταινία αποφεύγει προσεκτικά μια τυπική παγίδα των films about films: εμβαθύνει με αρκούντως επεξηγηματικό τρόπο για να εισάγει στο θέμα το θεατή που δεν έχει εικόνα του τι βλέπει, χωρίς ταυτόχρονα να κουράζει αυτόν που ξέρει κάτι παραπάνω. Η ατμόσφαιρα νοσταλγίας, με τους αστέρες του Χόλιγουντ, τα πάρτι, τα εντυπωσιακά κοστούμια και φορέματα και τις σύνθετες υπερπαραγωγές της εποχής σε κερδίζει αμέσως, ενώ δε μοιάζει παράταιρη με το ρεβιζιονιστικό πνεύμα του σεναρίου, το οποίο μάλλον επιτίθεται στους χαρακτήρες που απεικονίζει, παρουσιάζοντάς τους ως είτε υπέρμετρα φιλόδοξους κι εγωιστές, είτε άβουλους και αυτοκαταστροφικούς. Στο Μανκ μάλλον δε μπορείς να συμπαθήσεις κανένα χαρακτήρα, μπορείς μόνο να εκτιμήσεις μεμονωμένες πράξεις κάποιων εξ αυτών είτε να τους λυπηθείς.
Κάπως έτσι, το σενάριο ανοίγει μάλλον περισσότερα μέτωπα απ΄όσα μπορεί να διαχειριστεί. Οι χρονικές παλινωδίες, οι συγκρούσεις μεταξύ των χαρακτήρων και η νευρώδης σκηνοθεσία του Φίντσερ σε κάνουν να νομίζεις πως το σενάριο του Πολίτη Κέιν δεν αποτελεί παρά το πρόσχημα για να γίνει αυτή η ταινία, ωστόσο δεν αναπτύσσεται επαρκώς κάποια άλλη ιστορία για να πειστείς για του λόγου το αληθές. Όπως και ο ίδιος ο Πολίτης, το έργο είναι αρκετά περίπλοκο, χωρίς να γνωρίζει πού θέλει να εστιάσει και υπάρχουν σημεία που δυσκολεύεσαι να ακολουθήσεις τη ροή του, ιδιαίτερα αν δεν έχεις τις γνώσεις γύρω από τα γεγονότα που περιγράφει. Αυτό που σίγουρα δε σε δυσκολεύει, τουλάχιστον, είναι η οσκαρικών προδιαγραφών ερμηνεία του σπουδαίου Γκάρι Όλντμαν, ο οποίος δίνει πνοή σ΄ έναν εκκεντρικό, σύνθετο χαρακτήρα και κυριαρχεί στην οθόνη σε κάθε σκηνή στην οποία είναι παρών. Ικανοποιητικές οι ερμηνείες και από το υπόλοιπο καστ, κυρίως αυτές της Seyfried και του Tom Pelphrey.
Το Μανκ, εν κατακλείδι, μας ταξιδεύει στο παλιό Χόλιγουντ, το τόσο λαμπερό στην επιφάνεια και τόσο σκανδαλώδες στα ενδότερα, μέσα από το πρίσμα ενός ανθρώπου που μάλλον δεν ταίριαζε σε όλο αυτό κι όμως κατόρθωσε να γράψει ίσως το πιο εμβληματικό σενάριο στην ιστορία της έβδομης τέχνης. Αξίζει να το δούμε ως φόρο τιμής τόσο στον ίδιο τον Πολίτη Κέιν όσο και στην εποχή γενικότερα (εκτός από τον κινηματογράφο, ασχολείται ιδιαίτερα και με τις σύνθετες πολιτικές εξελίξεις της εποχής), για την υψηλή ποιότητα στα επιμέρους στοιχεία του και την κορυφαία ερμηνεία του Όλτμαν. Η τελική αίσθηση που μας αφήνει είναι πως “μπορούσε και καλύτερα”, ωστόσο σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη και δικαίως θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες της, περιορισμένων δυνατοτήτων λόγω πανδημίας, χρονιάς που μας πέρασε.
Βαθμολογία: 7,5/10