Η Πιερία ενέχει σπαράγματα πολιτισμικού θησαυρού ανεκτίμητης αξίας. Μια γλυκιά αναδρομή στο παρελθόν της Αρχαίας Πύδνας θα μας πεέισει για ακόμα μία φορά, γιατί οι δώδεκα θεοί επέλεξαν το βασίλειο τους να βρίσκεται στην Πιερία.
Μια ιδιαίτερη πόλη στην Ιστορία του Νομού Πιερίας είναι η Αρχαία Πύδνα. Μια εξαιρετική αναδρομή στην τοπογραφία, στην ιστορία και στις κρυμμένες πτυχές της, την ανακαλύπτουμε χάρη στην ενδελεχή έρευνα του αρχαιολόγου – φιλολόγου Ιωάννη Τζιόλα. Πολλά από τα στοιχεία που συνθέτουν την έρευνα θα τα ανακαλύψουμε στο σημερινό άρθρο.
Μια πρώτη αναφορά για την Μακεδονική πόλη, Πύδνα γίνεται δια στόματος Σκύλακα, όπου ο ίδιος χαρακτηρίζει ή ορίζει την Ελληνική πόλη ως Πύδνα, πόλις Ελληνίς.
Λέγεται πως η πρώτη ονομασία της ήταν Κύδνα, αν πληροφορίες γισ την ίδρυση της δεν έχουμε. Αξίζει να σημειωθεί πως κτήμα της Μακεδονίας έγινε μετά τους Περσικούς πολέμους και συγκεκριμένα χάραξε πορεία με την βασιλεία του Αλέξανδρου Α, μέχρι την αποστασία της το 410 π.Χ. Σύμφωνα με την Βικιπαιδεία η Αρχαία Πύδνα είναι κτισμένη στα δυτικά παράλια του Θερμαϊκού, ανάμεσα στο Μακρύγιαλο και το Κίτρος, το οποίο αργότερα αναδείχθηκε σε ένα αξιόλογο οικονομικό και εμπορικό κέντρο.
To έτος 168 π.Χ υπήρξε ορόσημο για την ιστορία της Πύδνας μιας σημειώθηκε μια ιδιαίτερη μάχη, αυτή της Πύδνας, όπου ο βασιλιάς Περσέας έχασε και παρέδωσε τα ηνία στον Ρωμαίο Λέυκιο Αιμίλιο Παύλο. Πολλά χρόνια πριν όμως ο Αρχέλαος σε μια ακόμα σπουδαία μάχη ανάγκασε την Πύδνα να παραδοθεί και τους Πυδναίους να μετοικήσουν χιλιόμετρα μακριά. Οι ίδιοι βέβαια επέστρεψαν και συμμάχησαν με τους Αθηναίους και έγινε αυτόνομη.
Έτσι, από τον Αρχέλαο μέχρι την βασιλεία του Φιλίππου, (359-336 π.Χ.), η Πύδνα επωφελήθηκε τις εσωτερικές αναταραχές του Μακεδονικού κράτους, και κατόρθωσε να ανακτήσει την αυτονομία της και να την διατηρήσει. Οι Αθηναίοι σεβάστηκαν τα δικαιώματα της αυτονομίας της, ώστε η υπαγωγή της στους Αθηναίους και οι φιλικές σχέσεις μαζί της, απέβλεπαν και στην μεγαλύτερη ασφάλεια της αυτοτέλειας της Πύδνας. Εκτός αυτού όμως, οι Αθηναίοι αποτελούσαν την καλύτερη αγορά των προϊόντων της Πιερίας, τα οποία εξάγονταν από το λιμάνι της Πύδνας.
Αξίζει να μελετήσουμε την αναδρομή που κάνει με επιτυχία ο αρχαιολόγος – φιλόλογος Ιωάννης Τζιόλας αυτούσια.
Η Πύδνα, μετά την ανασυγκρότησή της, πολύ σύντομα είχε καταστεί και πάλι πλούσια και ισχυρή. Ο Φίλιππος Β΄ είχε δει ότι, δεν θα ήταν ικανός να πετύχει την ισχυροποίηση του Μακεδονικού βασιλείου, αν δεν κατόρθωνε να γίνει κύριος των πλούσιων και οχυρών παραλιακών πόλεων, και κυρίως του λιμανιού της Πύδνας.
Γνώριζε ο Φίλιππος Β΄ ότι, η κατάκτηση της Πύδνας δεν ήταν εύκολη, και πολύ περισσότερο αν έρχονταν να την βοηθήσουν, οι Αθηναίοι. Γι’ αυτό, στις διαπραγματεύσεις του με τους Αθηναίους πρεσβευτές Αντίφωνα και Χαρίδημο, επινόησε την περίφημη μυστική συμφωνία, ο ίδιος να παραχωρήσει στους Αθηναίους την Αμφίπολη και οι Αθηναίοι σ’ αυτόν, την Πύδνα, ώστε ο καθένας να λάβει την πόλη που κατείχε παλαιότερα, και του ανήκει αυτοδικαίως. Η συμφωνία κρατήθηκε απόρρητη, σύμφωνα με την πανούργα επιθυμία του Φιλίππου Β΄, και δεν ανακοινώθηκε στον Δήμο των Αθηναίων, για να μην το μάθουν οι Πυδναίοι και αντιδράσουν, γιατί δεν ήθελαν να υπαχθούν στους Μακεδόνες.
Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να διεξήχθησαν τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά την αποτυχία της εκστρατείας των Αθηναίων στην Μακεδονία, όταν ο στρατηγός Μαντίας ήρθε στην Μεθώνη, για να βοηθήσει τον Αργαίο, που διεκδικούσε τον Μακεδονικό θρόνο κατά του Φιλίππου Β΄, το 359 π.Χ.
Οι Αθηναίοι τότε προφασίστηκαν, ότι ο σκοπός τους ήταν η ανάκτηση της Αμφίπολης. Ο Φίλιππος όμως αποφάσισε, να παραχωρήσει αυτονομία στην Αμφίπολη και κατόρθωσε να παραπλανήσει τους Αθηναίους, ώστε να αδρανήσουν ακόμα περισσότερο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ήσυχος πλέον εκστράτευσε το 358 π.Χ., και υπέταξε τους Παίονες, νίκησε τους Ιλλυριούς, και σύναψε ειρήνη μ’ αυτούς, και μετά ανενόχλητος πολιόρκησε την Αμφίπολη, αφού εξαπάτησε και πάλι τους Αθηναίους με την επιστολή του, «εν η ωμολόγει την Αμφίπολιν υμετέραν είναι, έφη γαρ εκπολιορκήσας υμίν αποδώσειν, ως ούσαν υμετέραν και ου των εχόντων».
Ο Φίλιππος Β΄, μετά την κατάληψη της Αμφίπολης το 357 π.Χ., χωρίς καθυστέρηση στράφηκε κατά της Πύδνας και την πολιόρκησε. Οι Πυδναίοι αντιστάθηκαν γενναία, αλλά μπροστά στην επιμονή του Φιλίππου, υποχώρησαν, «ηνίκα Πύδνα, Ποτείδαια, Μεθώνη… πολιορκούμεν’ απηγγέλλετο» και «το πρώτον Αμφίπολιν λαβών, μετά ταύτα Πύδναν».
Οι Αθηναίοι και πάλι δεν επωφελήθηκαν την αντίσταση των Πυδναίων, ώστε να αποφασίσουν και να δράσουν έγκαιρα. Φαίνεται πως μέρος των κατοίκων της Πύδνας, ενέδωσε στις υποσχέσεις του Φιλίππου Β΄, αφού μάταια ανέμενε να φανεί στον Θερμαϊκό κόλπο ο Αθηναϊκός στόλος, και μάλλον με προδοσία κυριεύτηκε η πόλη. Επίσης η Πύδνα, δοκίμασε τις σκληρότερες δοκιμασίες της, από τον βασιλιά Αρχέλαο. Όσοι διέφυγαν τον θάνατο, αναγκάστηκαν να μετοικήσουν.
Η εμπορική και πολεμική σπουδαιότητα της Πύδνας, για το Μακεδονικό κράτος ήταν αναγκαία, ώστε σύντομα να ανασυγκροτηθεί και να καταστεί ισχυρή πόλη, όπως εμφανίζεται μετά από σαράντα χρόνια, κατά την διαμάχη των βασιλισσών “Ολυμπιάδας” (μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου), και της “Ευρυδίκης” (σύζυγος του Φιλίππου Γ΄). Έτσι, τον Οκτώβριο του 317 π.Χ., η Ολυμπιάδα αφού νίκησε, εισήλθε ως τροπαιούχος στην Μακεδονία, και προχώρησε σε άγριες σφαγές των αντιπάλων της, κυρίως των οπαδών της οικογένειας Αντιπάτρου – Κασσάνδρου, και επέβαλε μαρτυρικό θάνατο στην Ευρυδίκη. Αυτό όμως, μετέστρεψε τα πνεύματα των Μακεδόνων.
Ο Κάσσανδρος εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία και έλυσε την πολιορκία της Τεγέας, και από την Πελοπόννησο έφθασε και εισήλθε στην Μακεδονία, από τα στενά της Πέτρας. Τότε η Ολυμπιάδα έκρινε, την Πύδνα ως ασφαλέστερη γι’ αυτήν πόλη, και σ’ αυτήν κατέφυγε, για να προβάλει την τελευταία αντίστασή της κατά του Κασσάνδρου. Έτσι, ο Κάσσανδρος όταν έφθασε στην Πύδνα και είδε ότι εξαιτίας του Χειμώνα, δεν ήταν δυνατόν με την πολιορκία των τειχών να γίνει κύριος της πόλης, στρατοπέδευσε και κατασκεύασε χαράκωμα από το ένα παραθαλάσσιο άκρο της πόλης, μέχρι το άλλο άκρο, ενώ ταυτόχρονα είχε αποκλείσει και το λιμάνι της, για να σταματήσει και ο εφοδιασμός της πόλης σε τρόφιμα και από την θάλασσα.
Γρήγορα όμως, επικράτησε μεγάλη παραλυσία εντός της πόλης, λόγω έλλειψης τροφίμων. Φαίνεται ότι εκτός του στρατού και άλλος πληθυσμός της περιοχής, είχε καταφύγει στην πόλη από τον φόβο, χωρίς οι αρχές της πόλης, να λάβουν την πρόνοια για μακροχρόνια πολιορκία, γιατί περίμεναν την βοήθεια από άλλους Μακεδόνες. Έφτασαν κατ’ αρχήν στο σημείο, ώστε ο κάθε στρατιώτης να παίρνει το σιτάρι των πέντε ημερών, για έναν μήνα, να πριονίζουν δοκάρια για να θρέψουν τους ελέφαντες, και να σφάζουν τα υπόλοιπα ζώα για την διατροφή τους. Όμως, η Ολυμπιάδα, δεν υποχωρούσε, επειδή περίμενε ενισχύσεις απ’ έξω.
Η κατάσταση όμως έγινε περισσότερο τραγική. Οι ελέφαντες και τα υποζύγια πέθαναν, γιατί δεν τρέφονταν πλέον. Αλλά και πάρα πολλοί στρατιώτες καθημερινά είχαν την ίδια τύχη. Μερικοί από τους μισθοφόρους βαρβάρους, έτρωγαν τις σάρκες των πεθαμένων. Οι νεκροί πλήθαιναν, και πολλοί δεν ενταφιάζονταν πλέον, αλλά τους πετούσαν έξω από τα τείχη, ώστε όχι μόνο η εικόνα ήταν άσχημη, αλλά και η δυσοσμία ανυπόφορη. Την άνοιξη του 316 π.Χ., η Ολυμπιάδα έφτασε στην ανάγκη, να αφήσει τους στρατιώτες της ελεύθερους, επειδή δεν μπορούσε να τους θρέψει.
Αυτοί πήγαν στον Κάσσανδρο, ο οποίος τους δέχτηκε πρόθυμα, και τους έστειλε στις πόλεις τους, για να γνωστοποιήσουν την δεινή θέση, στην οποία βρίσκεται η Ολυμπιάδα. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, πέτυχε ο Κάσσανδρος να ματαιώσει, την ετοιμαζόμενη βοήθεια προς την Ολυμπιάδα, και να μεταστρέψει τα πνεύματα υπέρ αυτού, εκτός του Αριστόνοος που είχε την Αμφίπολη, και του Μονίμου που είχε την Πέλλα.
Η Ολυμπιάδα απογοητευμένη, επιχείρησε να δραπετεύσει με πλοίο. Η απόπειρά της όμως απέτυχε, μετά από προδοσία, και στην απόγνωσή της έστειλε πρέσβεις για συνθηκολόγηση, και αφού βεβαιώθηκε μόνο για την ασφάλειά της, παρέδωσε την Πύδνα στον Κάσσανδρο. Αμέσως μετά, και ο Αριστόνους παρέδωσε την Αμφίπολη, και ο Μόνιμος την Πέλλα, μετά από επιστολή της Ολυμπιάδας.
Ο Κάσσανδρος ήθελε να σκοτώσει την Ολυμπιάδα, παρά την υπόσχεσή του, φοβούμενος την μεγάλη της φήμη. Προκάλεσε την συνέλευση των Μακεδόνων, και προέτρεψε τους οικείους, που σκοτώθηκαν απ’ αυτήν, να παρουσιαστούν ως κατήγοροι, απούσης της Ολυμπιάδας. Η συνέλευση αποφάσισε την θανάτωσή της. Έτσι σκέφτηκε και πρότεινε στην Ολυμπιάδα, να την βοηθήσει να δραπετεύσει, με σκοπό όμως, να την σκοτώσει μέσα στο πλοίο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της. Η Ολυμπιάδα όμως δέχτηκε να φύγει στην Αθήνα, σύμφωνα με την πανούργα συμβουλή του, αλλά ζήτησε να απολογηθεί μπροστά στους Μακεδόνες.
Όμως ο Κάσσανδρος τότε φοβήθηκε, μήπως η ανάμνηση των ευεργεσιών του Φιλίππου Β΄ και του Μ. Αλεξάνδρου, αλλάξει την γνώμη του λαού, και διέταξε σε διακόσιους στρατιώτες να την σκοτώσουν το ταχύτερο. Αυτοί μπήκαν στην βασιλική οικία, αλλά μόλις είδαν την Ολυμπιάδα, σεβάστηκαν το αξίωμά της, και πάλι έφυγαν άπρακτοι.
Μερικοί συγγενείς των σκοτωμένων, από τους οπαδούς της Ολυμπιάδας, ζήτησαν από τον Κάσσανδρο και κατέσφαξαν την βασίλισσα. Σύμφωνα όμως με άλλη παράδοση, μετά την παράδοση της Πύδνας εξαιτίας της πείνας, η Ολυμπιάδα σκοτώθηκε με λιθοβολισμό (άνοιξη 316 π.Χ.). Η Ολυμπιάδα χωρίς αμφιβολία ενταφιάστηκε στην Πύδνα, αλλά σε ασήμαντο τάφο.
Όλοι οι Μακεδόνες βασιλείς, ακόμα περισσότερο οι εκπορθητές της Πύδνας, Αρχέλαος, Φίλιππος Β΄, και Κάσσανδρος, διέκριναν την εξαιρετική θέση και την σπουδαιότητα της πόλης, για το κράτος των Μακεδόνων και την ενίσχυαν, ώστε σύντομα να επουλώνει τις πληγές της από τους πολέμους, και να εμφανίζεται ξανά με την παλιά της αίγλη. Γι’ αυτό αμέσως ανέκτησε και πάλι την ακμή της η Πύδνα, και έγινε ναυτική δύναμη, αφού μέσω αυτής ο Κάσσανδρος εφοδίαζε τους συμμάχους του, Πτολεμαίο, Σέλευκο και Λυσίμαχο, με όπλα και πλοία, στους εμφυλίους πολέμους των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου.
Μετά από δεκαπέντε χρόνια περίπου, είχε στείλει (ο Κάσσανδρος) στόλο 36 πλοίων, από την Πύδνα στα παράλια της Μ. Ασίας, κατά του Αντιγόνου, «Μετά δε ταύτα τον στόλον εκ Φοινίκης μετεπέμψατο (δηλ. ο Αντίγονος), Μηδίου ναυαρχούντος, ός περιτυχών ταις Πυδναίων ναυσίν, ούσαις τριάκοντα έξ, και καταναυμαχήσας, αυτάνδρων των σκαφών εκυρίευσε», (δηλ. το 301 π.Χ. πριν την μάχη στην Ιψό).
Μετά την ήττα του Περσέα το 168 π.Χ., στην μάχη της Πύδνας, ο εχθρός εισήλθε ελεύθερα στην ανυπεράσπιστη πόλη, και επιδόθηκε στις γνωστές λεηλασίες. Ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε στην ακμάζουσα Πύδνα αρπάχτηκε, και μαζί με τους αιχμαλωτισθέντες άρχοντες της Μακεδονίας, μεταφέρθηκαν στην Ρώμη και στόλισαν τον θρίαμβο του Αιμιλίου Παύλου.
Η Μακεδονία διαιρέθηκε σε τέσσερα τμήματα. Η Πύδνα μαζί με όλη την Πιερία, εντάχθηκε στο τρίτο τμήμα με πρωτεύουσα την Πέλλα. Για την ασφάλειά της η Ρωμαϊκή φρουρά, εγκαταστάθηκε εντός της πόλης. Η Πύδνα στην επανάσταση του Ανδρίσκου (149-148 π.Χ.), δοκίμασε και νέα ερήμωση από τους Ρωμαίους και ίσως χειρότερη της πρώτης. Η εκδίκηση των Ρωμαίων κατά της Πύδνας, πρέπει να ήταν σκληρότερη. Τότε αρπάχθηκαν από τον Μέτελλο οι 25 χάλκινοι ανδριάντες του Λυσίππου και μεταφέρθηκαν από την Πύδνα στην Ρώμη.
Η πόλη όμως, επέζησε και επί Ρωμαϊκής κατοχής, αφού η Ρωμαϊκή φρουρά την ονόμασε “Κίτρον”. Η πρόοδος που σημείωσε με την πάροδο του χρόνου και κυρίως κατά τον 4ο αι. μ.Χ., ανακόπηκε από τις βαρβαρικές επιδρομές, και από τότε έπεσε σε παρακμή. Ουδέποτε όμως, εγκαταλείφθηκε οριστικά, γιατί το λιμάνι της εξακολουθούσε να είναι το σημαντικότερο στις Πιερικές ακτές, και ακόμη, γιατί βρίσκονταν κοντά στην οδική αρτηρία, η οποία συνέδεε την Θεσσαλονίκη με τη νότια Ελλάδα, μέσω των Τεμπών. Γι’ αυτό και το όνομά της δεν ξεχάστηκε ποτέ. Μάλιστα συνυπάρχουν και τα δύο, “Πύδνα και Κίτρον”, σε όλη την Μεσαιωνική περίοδο.
Και κάπως έτσι αισθανθήκαμε σαν να μετουσιωθήκαμε σε κάποιον Πυδναίο, που ταξίδεψε σε αθηναϊκά, μακεδονικά, ρωμαϊκά μονοπάτια, αλλά σίγουρα δεν έχασε κανένα μοναδικό χαρακτηριστικό κομμάτι της ταυτότητας του που άφησε στην Πιερία μοναδική κληρονομιά, άξια να παραδοθεί στους απογόνους της.