H βία κατά των γυναικών είναι ένα φαινόμενο που περνάει απαρατήρητη, αφού παραμένει και ευρέως ατιμώρητη. Στην Ευρώπη πολλές γυναίκες δέχονται ετησίως κακοποίηση ψυχική, σωματική και σεξουαλική τις περισσότερες φορές μέσα και στο ίδιο τους το σπίτι αλλά και εκτός με περιστατικά επίμονης παρακολούθησης, σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας αλλά και φαινόμενα που συνάγονται από την εκάστοτε κουλτούρα μιας χώρας όπως αναγκαστική σύναψη γάμου και υποχρεωτική έκτρωsh.
Eνδεικτικά το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για Έμφυλη Ισότητα εκτιμάει πώς έμφυλη βία κοστίζει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ετησίως 226 δισεκατομμύρια ευρώ και ότι αν μειωνόταν αυτή η βία κατά 10% μόνο θα γλυτώνονταν 7 δισεκατομμύρια ευρώ.
Aν εξετάσουμε λοιπόν το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών διαχρονικά θα δούμε πως πρόκειται για δομική βία, βία που εξυπηρετεί στην συνεχόμενη διαιώνιση της άνισης κατανομής εξουσίας ανδρών και γυναικών μέσα στην κοινωνία, κάτι που διαφαίνεται και απο τις ατελείς ή και προκατειλημμένες στάσεις των δικαστικών, αστυνομικών αρχών και των κοινωνικών υπηρεσιών όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν το θέμα.
Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας υπογράφτηκε το 2011, στην Κωνσταντινούπολη, γι’ αυτό και είναι γνωστή και ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Με τη Σύμβαση αυτή δίνεται η δέουσα σημασία στην βία που προκαλείται με βάση τις έμφυλες διαφορές και κατοχυρώνεται η προστασία των γυναικών απέναντι σε κάθε μορφής βίας, λήγοντας επιπλέον και την έως πρόσφατα ατιμωρησία των διαπραχθέντων αυτού του εγκλήματος κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αδυναμία να γίνει αυτό θα θεωρείται αποτυχία του ευρωπαϊκού κράτους που το έχει δεσμευτεί να το φέρει εις πέρας μέσα από την επικύρωση της Σύμβασης.
Στην ουσία η Σύμβαση διακηρύσσει πως δεν μπορεί να υπάρξει έμφυλη ισότητα αν δεν υπάρχει επιβεβλημένη έννομη προστασία και δέουσα προσοχή από κρατικούς και μη αγωνιστές απέναντι σε ζητήματα κακοποίησης γυναικών. Να σημειωθεί πως η Σύμβαση δεν περιορίζεται σε γυναίκες και ανήλικα κορίτσια μπορεί να εφαρμοστεί και σε άνδρες που θυματοποιούνται, αν και οι γυναίκες αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων.(;Άρθρο 4 &3 : <<χωρίς καμία διάκριση λόγω φύλου,γένους, φυλής…>>)
Ιστορικό Υπόβαθρο Σύμβασης
To Συμβούλιο της Ευρώπης που δίδει ιδιαίτερη έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα κατέβαλλε από το 2002 ήδη προσπάθεια αναγνώρισης της καταφανούς εκμετάλλευσης των γυναικών, με τη διοργάνωση μιας πανευρωπαϊκής καμπάνιας για την καταπολέμηση της έμφυλης βίας. Με πολλές έρευνες που εκτυλίχθηκαν λοιπόν διαπιστώθηκε η ανάγκη μιας ομοιογενούς καθολικευμένης προσπάθειας να λαμβάνουν τα θύματα όλης της Ευρώπης ίση κρατική προστασία για τα δικαιώματα τους.
H Επιτροπή Υπουργών ανόρθωσε μία ομάδα ειδικών διατεταγμένων να συγγράψουν ένα προσχέδιο για την βία κατά των γυναικών, με έμφαση και στην ενδοοικογενειακή. Η ομάδα αυτή που ονομάστηκε CAHVIO (Ad Hoc Committee for preventing and combating violence against women and domestic violence) επισημοποίησε τη Σύμβαση το Δεκέμβριο του 2010.
Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο τον Απρίλιο του 2011 και ήρθε σε ισχύ το 2014.Από τον Iανουάριο του 2021, η Σύμβαση έχει υπογραφεί από όλα τα κράτη-μέλη και έχει επικυρωθεί από 21.
Nομικό Υπόβαθρο
Η Ευρωπαϊκή Βουλή, Επιτροπή και το Συμβούλιο υπήρξαν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους για το ποιά άρθρα των ιδρυτικών συνθηκών της ΕΕ θα αποτελούσαν νομικό υπόβαθρο για τη θεμελίωση της προκείμενης Σύμβασης. Και αυτό γιατί ο Χάρτης Λειτουργίας της ΕΕ δεν περιείχε ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών στα καταγεγραμμένα εγκλήματα του, όμως μέσω του <<μηχανισμού πύλης>> μπορεί να την συμπεριλάβει στα εγκλήματα έπειτα από ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου με τη συγκατάθεση της Βουλής. Η κίνηση αυτή θα προσέδιδε άμεση δυνατότητα της ΕΕ να διατάξει Οδηγίες στα κράτη μέλη για την προληπτική αντιμετώπιση αυτών των εγκλημάτων και πάταξη τους, όμως η αναγνώριση των φαινομένων αυτών ως εγκλημάτων κατά βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι από μόνη της αρκετή. Η Σύμβαση είναι πράξη διεθνής νόμου που συνεπάγεται μία ευρύτερη πλατφόρμα δράσης και έτσι η εισχώρηση στην ΕΕ θα συνεπαγόταν δεσμευτικoύς ευρωπαϊκούς θεσμούς και συνεπαγόμενα θα δημιουργούσε ανάγκη να αναγνωριστεί σε γενικευμένο πλαίσιο η ανισότητα στις έμφυλες σχέσεις σε κάθε ευρωπαϊκή πολιτική.
Προσχώρηση Σύμβασης στην ΕΕ
Τον Ιούνιο του 2017 η ΕΕ υπέγραψε τη Σύμβαση, αλλά δεν την έχει επικυρώσει ακόμη. Προκειμένου η ΕΕ να εισχωρήσει επισήμως στη Σύμβαση, είναι απαραίτητο να παρθεί απόφαση από το Συμβούλιο Ευρώπης έχοντας λάβει τη συγκατάθεση της ευρωπαϊκής βουλής. Με την υπογραφή της Σύμβασης η ΕΕ αναγνώρισε επισήμως τη δομική φύση της βίας κατά των γυναικών με βάση τη βία, η οποία τις κρατά σε υποδεέστερη θέση.H υπογραφή της Σύμβασης αποτελεί μόνο το πρώτο βήμα προς την προσχώρηση της στην ΕΕ.
Με την προσχώρηση της ‘Ενωσης στη Σύμβαση θα δοθεί έναυσμα για μια πιο γενικευμένη και συγκροτημένη προσπάθεια στήριξης και άμυνας των γυναικών όπως νομικό και πρακτικό επίπεδο με καθιέρωση πιο συγκεκριμένης νομολογίας στο επίπεδο της Ένωσης.
Η ΕΕ μπορεί μόνο να δεσμευτεί νομολογιακά σε εκείνες τις περιοχές που μοιράζεται ίσες αρμοδιότητες με τη Σύμβαση. Σύμφωνα με το Χάρτη Λειτουργίας της ΕΕ, η Ένωση έχει την δυνατότητα να δεσμευτεί την κατοχύρωση διεθνών συμβάσεων σε περιοχές που ασκεί τις αρμοδιότητες της. Επομένως αφού η ισότητα φύλων και η εγκληματική πρόληψη αποτελούν μέρος του ευρωπαϊκού κεκτημένου η ΕΕ έχει την προϋποτιθέμενη δυνατότητα να ενσωματώσει τη Σύμβαση.
Το 2015, η Επιτροπή εξέδωσε ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης το οποίο δημιούργησε ένα κοινό πλαίσιο προστασίας για τις γυναίκες, το οποίο ακολούθησαν οι επιλογές του Συμβουλίου να χωριστεί η υπογραφή της Σύμβασης σε δύο κατευθύνσεις: μία που να αφορά θέματα δικαστικής συνεργασίας πάνω σε υποθέσεις εγκλήματος και η άλλη πάνω σε θέματα μετανάστευσης και μη επαναπροώθησης.
Δοκιμασίες που έχει να αντιμετωπίσει η Σύμβαση-ΓΙΑ
Η επικύρωση της Σύμβασης και η λογικά επακόλουθη εφαρμογή της Σύμβασης στην ΕΕ φαίνεται αργεί να έρθει λόγω αρκετών προβλημάτων που αντιμετωπίζει.
- Αρχικά, υπάρχει μεγάλη σύγχυση με την ΄ιδεολογία φύλου’ σε πολλές χώρες. H Bουλή της Βουλγαρίας αρχικά απέρριψε την επικύρωση της Σύμβασης καθώς υποστηρίζει πως αποδομείται η έννοια του φύλου ως κοινωνικό κατασκεύασμα και όχι ως καθαρά βιολογικό όπως διατρανώνει το εθνικό Σύνταγμα της και έτσι την κρίνει αντισυνταγματική. Στη συνέχεια η Πολωνία, η Σλοβακία και η Ουγγαρία αποφάσισαν να αποσυρθούν από την επικύρωση της Σύμβασης είτε εν μέρει γιατί τη θεωρούν ως πρελούδιο αναγνώρισης ομοφυλόφιλων ζευγαριών και ενός ΄τρίτου φύλου΄ είτε τη θεωρούν ως απειλή της παραδοσιακής ευρωπαϊκής οικογένειας. Το Συμβούλιο της Ευρώπης αντικρούει αυτές τις θέσεις ως πλήρης παραπληροφόρηση και παραποίηση του κειμένου της Σύμβασης. Η Σύμβαση αν και διακηρύσσει την προστασία όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου η σεξουαλικού προσανατολισμού, δεν έχει καμία ένδειξη προς αναγνώριση τρίτου φύλου και ούτε σημάνει το τέλος των διαφορών μεταξύ των κλασσικά καθιερομένων δύο φύλων. Επιπροσθέτως ούτε και επιχειρεί να αλλάξει ριζικά τη κουλτούρα λαών παρά μόνο να παύσει βαθιά ριζωμένες στερεοτυπικές ενέργεις που παράγουν ανισότητες. Οι ενέργειες αυτών των κρατών αποτελούν ένα βήμα πίσω για τη Σύμβαση αλλά και την πρόοδο της ΕΕ και αποτελούν το αφήγημα συντηρητικών προπαγανδισιτκών δρώντων δεξιάς εμφορούμενα με θρησκευτικό μανδύα για να κλονίσουν εγχειρήματα που αυτοί θεωρούν ως υπερ-φιλελεύθερα.
- Η ΕΕ έχει περιορισμένη νομική δυνατότητα όσον αφορά τους ουσιαστικούς νόμους και την εναρμόνιση με το εγκληματικό δίκαιο, προϋπόθεση της Σύμβασης.
- Πολλές υπηρεσίες που θα παρέχονται από τη Σύμβαση ανήκουν σε ΜΚΟ για τις οποίες η χρηματοδότηση που απαιτείται απουσιάζει.
- Η Σύμβαση εγείρει ζητήματα εξωδικίας πχ. αν μία γυναίκα πέσει θύμα βιασμού σε χώρα που δεν είναι κάτοικος που θα διεξαχθεί η δίκη της, αν προσαχθεί στη δικαιοσύνη.
- Δεν έχει επισημοποιηθεί ακόμα ένας κώδικας συμπεριφοράς για το πως θα εφαρμοστεί η Σύμβαση στα κράτη μέλη. Παρ’ότι έχουν υπάρξει σχετικές συζητήσεις δεν έχει ορισιτκοποιηθεί κάτι και ούτε και έχει υπάρξει πολιτική προώθηση.