Άνοιξε το ραδιόφωνο, πάρε στο χέρι έναν καφέ και κλείσε τα μάτια, διότι μόλις που ξεκινά η πιο όμορφη αναδρομή στο παρελθόν… Κάτι τέτοιες μέρες είναι που τις σκέφτεσαι περισσότερο, τις συμπονάς ή υποκλίνεσαι στο μεγαλείο τους. Προσπαθείς να τις κατανοήσεις, να πάρεις λίγη από τη δύναμή τους, την ενέργεια και την υπομονή…
Μανούλες όλου του κόσμου, όλων των ηλικιών, πάσης φύσεως και με τη δική τους, μοναδική ιστορία η καθεμία. Μανούλες που ζουν και παλεύουν μόνες (πολλές φορές με τα “θηρία”), μανούλες που στερούνται, που ταλαιπωρούνται, μα που στέκονται αγέρωχες, παρούσες στην κάθε σου “γιορτή”. Μανούλες που απέκτησαν το αξίωμα αυτό αρκετά μικρές και που ωριμάζουν για εσένα σύντομα και πρόωρα. Μανούλες που βασανίζονται μέχρι να σ’ αποκτήσουν, όχι διότι η φύση τις έπλασε ανάξιες για τούτο τον ρόλο (κάθε άλλο μάλιστα!), μα επειδή απλώς χρειάζεται να προσπεράσουν αρχικά ορισμένα “εμπόδια” μέχρι να ανταμώσετε… Ώρες ατέλειωτες σε ιατρικές κλίνες και γραφεία νοσοκομείων και προσπάθειες κι απογοητεύσεις και πάλι από την αρχή…
Κι είναι κι εκείνες οι μανούλες, που δεν είναι μανούλες. Αυτές είναι που αγαπάμε και θαυμάζουμε περισσότερο κι ας ψέγονται από την κοινωνία μας με διακριτικό, ύπουλο τρόπο. Είναι οι ίδιες που αναγκάζονται να απαντούν σε ερωτήσεις όπως “Μα πώς και δεν έχετε βάλει μπρος για ένα παιδάκι τόσα χρόνια;” ή που γνέφουν συγκαταβατικά σε αηδιαστικές διαπιστώσεις ή φράσεις όπως “Ε, έχει ο θεός και για εσένα”. Εκείνες όμως οι μανούλες που με θάρρος κι αξιοπρέπεια αντιμετωπίζουν τις συγκεκριμένες “φωνές” και που μερόνυχτα ολόκληρα κλείνονται πίσω από μια πόρτα να κλαίνε απαρηγόρητα, είναι πιο μητέρες από όλες τις μητέρες! Είναι μητέρες στα ανίψια, τα παιδιά των φίλων ή των γειτόνων, στα σχολεία, τα ορφανοτροφεία κι άλλων ειδών ιδρύματα για παιδιά…
Υπάρχουν μαμάδες που δεν είναι πια εδώ. Για όλους τους υπόλοιπους, μα όχι για εσένα. Διότι στη δική σου τη ζωή είναι ακόμη παρούσες. Είναι παρούσες μέσα από τις αλλοτινές νουθεσίες τους, τα διδάγματα και την ατέρμονη αγάπη τους, την αιώνια, τη σχεδόν απόκοσμη. Είναι στιγμές που σου λείπει απεριόριστα, η μορφή της, το άγγιγμα, τα χάδια, η φωνή της και πονάς. Ένας πόνος που άλλοτε καταπνίγεις λόγω της δύναμης που διαθέτει η πραγματικότητα να σε επαναφέρει στο “εδώ”, το “τώρα”, να σε μετατρέπει σε σκληρό, άψυχο και ρεαλιστή κι άλλοτε σε πνίγει αργά και βασανιστικά, βυθίζοντάς σε στον πυθμένα των αναμνήσεων. Θέλεις να της δείξεις, να γνωρίζει τί απέγινες, τί κατάφερες, ποιος είσαι σήμερα. Επιθυμείς σφοδρά να αντλήσεις την απόλυτη ικανοποίηση από την εμφανή περηφάνεια της για όσα κατέκτησες, αυτό που όλοι πάντοτε αναζητούμε, προσπαθώντας από μικροί να την εντυπωσιάσουμε… Ε, λοιπόν, μη σκας, όλα τα βλέπει, γιατί η αγάπη και το νοιάξιμο της μητέρας δε μπορούν να “σβήσουν”, δεν παύουν να υπάρχουν ποτέ.
Για τη μητέρα σου θα είσαι πάντα παιδί, παιδί απροστάτευτο. Πάντοτε θα ανησυχεί μήπως κρυώσεις κι αρρωστήσεις, μήπως κάποιος σε προσβάλλει και πληγωθείς, μήπως δεν έχεις λεφτά ή φαγητό μαγειρεμένο στην κατσαρόλα. Πάντοτε θα σε ακούει προσεκτικά, για την ακρίβεια θα κρέμεται από τα χείλη σου ακόμη κι αν διηγείσαι το πιο βαρετό γεγονός, την πιο ανιαρή στιγμή. Και θα σε δικαιολογεί συνέχεια μέσα της σιωπηλά, μα θα σε καταδικάζει και θα σε κρίνει φωναχτά. Θα σε κατσαδιάζει που δεν πίνεις πολύ νερό και δεν τρέφεσαι σωστά, που σπαταλάς τα χρήματά σου σε ανούσια πράγματα, που επιλέγεις τους λάθος ανθρώπους δίπλα σου, που δεν της αφιερώνεις χρόνο. Και θα σου δίνει διαρκώς τις πιο σωστές συμβουλές!
Σ’ εκείνη λοιπόν τη μαμά που “πίσω σου τρέχει μια ζωή με ένα πιάτο και μια ευχή”, “τα χρόνια που μεγάλωνε για’ σένα, να ξέρει πως της τα’ χεις φυλαγμένα” και πως “κι εσύ θυμάσαι, που φώναζε στη θάλασσα μην πας στα ανοιχτά”. Θυμάσαι “εκείνη να σε βάζει στην κούνια, στα μάτια σαπούνια και γαλάκτωμα” και αισθάνεσαι την ανάγκη να της πεις πως “αν και τα χρόνια περάσανε μαμά, φοβάμαι ακόμα μαμά. Ονειρεύομαι ακόμα μαμά. Σε χρειάζομαι ακόμα μαμά”. “Έτυχε να με γεννήσεις και ζωή να μου χαρίσεις” μα “τη στερνή κουβέντα σου τη θυμάμαι ακόμα” θα έλεγε ο Δημήτρης. “Παρηγοριά μου μες στις δύσκολες τις ώρες μου, με την αγάπη σου μου γλύκαινες τις μπόρες μου, μάνα μου”, θα συμπλήρωνε ο Στέλιος, για να ολοκληρώσει ο Μάνος με τη μουσική του:
“Και τρέχω κάποιον για να βρω
να με ρωτάει και τον ρωτώ
τι θα γενεί, τι θα γενεί
ποιος θα πονεί, ποιος θα πονεί
μανούλα μου”…