Μου λείπει ο μπαμπάς μαμά… Μου λείπει το να με πιάνουν από το χέρι χωρίς να με αγγίζουν, να με οδηγούν χωρίς να προπορεύονται, να μου μαθαίνουν τ’ αστέρια και τα μαθηματικά, να μου τραγουδούν κι εγώ να γελάω. Μου λείπει η θαλπωρή των θερινών νυχτών της παιδικής μου ηλικίας, η ευνοϊκή θερμοκρασία των πραγμάτων πριν ακόμη γίνουν πράγματα. Τι κάνει ο μπαμπάς μαμά; Και γιατί εδώ κάνει τόση μοναξιά; Ξέχασε να με μάθει κάτι; Έχω πολλές απορίες ακόμη να του πεις μαμά…
Αγαπημένε μου μπαμπά,
μπαμπάκα μου δε ήξερα από που να ξεκινήσω…
δεν ξέρω τι να πρωτοπώ.
Αυτό είναι για εκείνους τους μπαμπάδες
που κρατούν απαλά ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι στα χέρια τους.
Για εκείνους τους μπαμπάδες που ξέρουν ότι είναι το πολυτιμότερο δώρο που θα λάβουν ποτέ.
Για εκείνους τους μπαμπάδες που βλέπουν το πιο τέλειο νεογέννητο προσωπάκι
και λιώνει η «σκληρή» καρδιά τους.
Και για εκείνους τους μπαμπάδες που είναι τρομοκρατημένοι,
εξαντλημένοι, συγκλονισμένοι. . . και πολύ ερωτευμένοι!
Μιλώ για εκείνους τους άντρες, τους άντρες που είναι σκληροί.
Σκληροί; Σαν ατσάλι.
Μέχρι να ακούσουν το πρώτο κλάμα και το πρώτο ”μπαμπά”.
Εκεί είναι που το ατσάλι γίνεται κομμάτια.
Κι εγώ μπαμπά νιώθω περήφανη που είσαι ο δικός μπαμπάς. Κι ενώ κάθε φορά που γράφω το χέρι μου τρέχει…τώρα σαν να σταμάτησε λίγο. Σαν να θέλει να σκεφτεί, να σκεφτεί και να θυμηθεί. Οπότε μήπως ν ’αρχίσω με μια συγγνώμη; Για όλες τις φορές που έπεφτα, ακριβώς επειδή ήμουν απρόσεχτη κι αφηρημένη, έπεφτα άσχημα. Λυπάμαι λοιπόν που σε έκανα να έχεις πολλές τέτοιες εμπειρίες, καθώς πήγαινε κάθε φορά η ψυχή σου στην κούλουρη… Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή πάντα έπεφτα και πάντα μ’ έπιανες, Και αντί να κλάψω, εγώ; Εγώ έσκαγα στα γέλια. Και μετά; Μετά μ’ έκανες σβούρες στον αέρα και ένιωθα σαν να πετούσα.
Μακάρι να λύνονταν έτσι και τα προβλήματά μου.
Γιατί μεγάλωσα μπαμπά.
Μεγάλωσα και μεγάλωσες κι εσύ.
Και φοβάμαι.
Φοβάμαι πως μια μέρα θα ξυπνήσω κι εσύ δε θα είσαι εκεί.
Και δε θέλω.
Υπάρχουν στιγμές που έχω τόσο μεγάλη ανάγκη να σε δω έστω για ένα λεπτό, για μια αγκαλιά.
Χωρίς να πω κουβέντα εσύ θα με καταλάβεις.
Θα καταλάβεις τι περνάω κι αν μπορείς να με βοηθήσεις, θα το κάνεις.
Μόνο να σε δω να μου χαμογελάς και να μου λες «μη στεναχωριέσαι, όλα θα γίνουν, σ’ αγαπώ».
Και θέλω να είσαι εδώ.
Να είσαι εδώ όταν τελειώσω το πανεπιστήμιο και όταν θα πιάσω τη δουλειά των ονείρων μου.
Θέλω να είσαι εδω όταν θα παντρευτώ και όταν θα νιώσω ευτυχισμένη.
Απλά να είσαι εδώ.
Α μπαμπα;
Ξέχασα να σου πω..
Είσαι και θα είσαι ο ήρωάς μου, το είδωλό μου, ο τύπος άνδρα που θα ήθελα να βρεθεί στη ζωή μου -άσχετα αν δε συμβεί ποτέ αυτό.
Είσαι οι στιγμές μας, οι βόλτες μας, τα γέλια μας. Θυμάσαι που με έβαζες στο αμάξι και με γαργαλούσες; Πόσο σου άρεσε να με πειράζεις.
Θυμάμαι το κάθε τι από εσένα με κάθε λεπτομέρεια.
Και φοβάμαι.
Φοβάμαι τη μέρα που δε θα είσαι εδώ να με πειράξεις και να μου τραγουδήσεις.
Υ.Σ.
Σ ’ευχαριστώ που δεν ήσουν τέλειος. Που έκανες λάθη. Με έκανες δυνατό άνθρωπο. Με έκανες να μαθαίνω μέσα από τα λάθη και τα δικά μου αλλά και των άλλων. Να μην τα χρησιμοποιώ ως δικαιολογίες για να μένω στάσιμη ή να γίνομαι χειρότερη. Σ ’ευχαριστώ που μου δίδαξες το δρόμο της ελευθερίας. Που ήξερες απ ’την αρχή πως ήθελες να μεγαλώσεις έναν άνθρωπο, κι όχι μια προσωποποίηση επιθυμιών που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Με αγάπη,
Η κόρη σου