Έχουν περάσει λίγες βδομάδες από το περιστατικό που έζησα και θα μοιραστώ μαζί σας. Λίγες βδομάδες αλλά είναι σαν να συνέβη χθες, είναι ακόμα έντονη η ανάμνηση στο μυαλό μου και με έχει «γεμίσει» προβληματισμό, απογοήτευση, ανησυχία και θλίψη. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ήταν ένα συνηθισμένο βράδυ Πέμπτης, γύρισα σπίτι μου, συμμάζεψα την πρωινή ακαταστασία που είχα αφήσει πίσω μου το πρωί και πήγα να πετάξω τα σκουπίδια. Περπατώντας με την άκρη του ματιού μου, είδα λίγα μέτρα μακριά από εμένα μια μάζα στο σκοτάδι, πλησίασα πιο κοντά και αντίκρισα έναν άνθρωπο αναίσθητο στο πεζοδρόμιο. Κάπου εδώ να ομολογήσω πως τρόμαξα πολύ. Το κρύο και η ηρεμία που επικρατούσε έκανε το σκηνικό ακόμα πιο ανατριχιαστικό. Το πιο πιθανό ήταν να είναι τοξικομανής. Θα έπρεπε αυτό να αποτελέσει εμπόδιο στο να τον βοηθήσω; Σίγουρα όχι, χωρίς δεύτερη σκέψη κάλεσα βοήθεια.
Το ασθενοφόρο άργησε να έρθει, έκανε περίπου πενήντα λεπτά κι εγώ καθόμουν λίγο πιο πέρα γεμάτη άγχος και αγωνία. Οι σκέψεις «έτρεχαν» στο μυαλό μου. Ξέρετε δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόμουν μάρτυρας ενός τέτοιου είδους περιστατικού στη γειτονιά μου, καθώς τα τελευταία χρόνια βρίσκομαι συχνά αντιμέτωπη με αντίστοιχες σκληρές εικόνες. Ήταν όμως η πρώτη φορά που γινόμουν μάρτυρας της τόσης αδιαφορίας των ανθρώπων προς έναν άλλο άνθρωπο. Ακόμη και αν ήταν τοξικομανής δεν παύει να είναι συνάνθρωπος μας. Δεν υπήρξε ούτε ένας περαστικός που να σταμάτησε. Όλοι τον προσπερνούσαν σαν να ήταν αόρατος -παρόλο που βρισκόταν στη μέση του στενού πεζοδρομίου-. Σαν να μην άξιζε την προσοχή τους. Η αδιαφορία αυτή με προβλημάτισε πολύ.
Τις επόμενες μέρες το συζήτησα με τους δικούς μου ανθρώπους, όλοι είτε συνομήλικοι είτε μεγαλύτεροι μου δώσαν πάνω κάτω τις ίδιες απαντήσεις: «Έτσι είναι η κοινωνία πρέπει να το συνηθίσεις», «Τι σου έκανε εντύπωση; έτσι είναι ο κόσμος πλέον», «Ο κόσμος φοβάται». Αδυνατώ να δεχτώ πως πρέπει να συνηθίσω μια τέτοια κοινωνία, μια τέτοια απάνθρωπη συμπεριφορά. Πως μπορεί κανείς να τα έχει καλά με τη συνείδηση του;
Δέχομαι πως έχουν αγριέψει οι καιροί που ζούμε, το γνωρίζω και το βιώνω όπως όλοι μας. Θα θέσω όμως το εξής ερώτημα: Πως θέτεις σε κίνδυνο την σωματική σου ακεραιότητα, αν απλά προσφέρεις βοήθεια σε έναν άλλο άνθρωπο που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης και αδυνατεί να βοηθήσει τον εαυτό του, παίρνοντας απλά ένα τηλέφωνο, αυτό για να καλέσεις ασθενοφόρο;
Τι μέλει γενέσθαι λοιπόν σε έναν τέτοιο κόσμο; Σε έναν κόσμο που πολλές φορές δείχνουμε πως η ζωή του συνανθρώπου μας δεν αξίζει και ανακουφιζόμαστε με την σκέψη πως είναι «μακριά από εμάς». Τον τελευταίο καιρό όλο ακούμε δυσάρεστες ειδήσεις. Όλοι κοιτάμε «μουδιασμένοι» την άσχημη τροπή που έχει πάρει η ανθρωπότητα. Ανησυχούμε για το που θα φτάσει αυτός ο κόσμος. Αν εμείς δεν καταλάβουμε την ελάχιστη προσπάθεια που αξίζει να καταβάλουμε ο καθένας ξεχωριστά, τότε ποιος;
Ίσως νιώθουμε αδύναμοι να αντιμετωπίσουμε όλα αυτά τα σκληρά γεγονότα που σοκάρουν. Ίσως επίσης να έχουμε ξεχάσει να ακούμε τη φωνή της ψυχής και της συνείδησης μας. Άλλες φορές πάλι ξεχνάμε τις αξίες μας. Που έχει πάει η ανθρωπιά μας;
Χάθηκε κάπου μεταξύ των υλικών αξιών και των υπερφορτωμένων προγραμμάτων της καθημερινότητας. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την αναθεώρηση κάποιων πραγμάτων, ξεκινώντας από τα βασικά, όπως είναι η αξία της ευαισθησίας και της βοήθειας.
Όταν γυρνάς στο σπιτικό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς όσους ζουν σε αντίσκηνα.
Όταν τ’ αστέρια μετράς πριν κοιμηθείς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που δεν έχουνε πού να πλαγιάσουν.
Όταν ελεύθερα μιλάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που δεν τους αφήνουν να μιλήσουν.
Απόσπασμα από το ποίημα να «Σκέφτεσαι τους άλλους».