Μάρτιν Σκορτσέζε, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Τζο Πέσι. Τα ιερά τέρατα του γκανγκστερικού κινηματογράφου, οι άνθρωποι που διαμόρφωσαν το συγκεκριμένο, και όχι μόνο, είδος τον τελευταίο μισό αιώνα, επανέρχονται υπό την “ομπρέλα” του Netflix σε μια υπερπαραγωγή διάρκειας τριών και πλέον ωρών που μας ταξιδεύει σε παλαιότερες, κινηματογραφικές και όχι μόνο, εποχές.
Ο Ιρλανδός (The Irishman, 2019) – Γκανγκστερικό δράμα, 208΄
Σκηνοθεσία: Martin Scorsese
Σενάριο: Steven Zaillian
Πρωταγωνιστούν: Robert De Niro, Al Pacino, Joe Pesci, Anna Paquin
Ο Φρανκ Σίραν, εκτελεστής μεταξύ άλλων για λογαριασμό μιας μαφιόζικης οικογένειας στη μεταπολεμική Αμερική, θυμάται τα γεγονότα που οδήγησαν σ΄ ένα συμβόλαιο θανάτου και την πιθανή δική του συμμετοχή.
Οι περισσότερες ταινίες που κυκλοφορούν, είτε αποτελούν καθαρά προϊόν μυθοπλασίας, είτε έχουν τουλάχιστον ως βάση και πηγή έμπνευσης μια αληθινή ιστορία. Ο Ιρλανδός, ωστόσο, έχει την ιδιαιτερότητα να χρησιμοποιεί ως έμπνευση ένα βιβλίο του Τσαρλς Μπραντ, για το οποίο δε γνωρίζουμε αν – και πόσα από – αυτά που περιγράφει αληθεύουν ή όχι. Τα πρόσωπα σίγουρα είναι υπαρκτά, είχαν δεδομένα κάποιες σχέσεις, σκοτεινού συνήθως τύπου, μεταξύ τους, ωστόσο οι λεπτομέρειες του βιβλίου, και κατά συνέπεια και της κινηματογραφικής μεταφοράς του Σκορτσέζε, έχουν διαψευσθεί από μεταγενέστερες έρευνες και παραμένει άγνωστο το εύρος της αλήθειας όσων αφηγούνται.
Σε κάθε περίπτωση, κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ο Φρανκ Σίραν (Ντε Νίρο), ένας Ιρλανδός που αναμείχθηκε με μια φαμίλια ιταλοαμερικανών μαφιόζων, καθώς και με μια ισχυρή ένωση φορτηγατζήδων συνδικαλιστών, στις Ηνωμένες Πολιτείες των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Κατά την ιδιαίτερα μεγάλη (200 λεπτά) διάρκεια της ταινίας, μαθαίνουμε για τις σχέσεις του με τον επικεφαλής της πρώτης (Πέσι) και τον “ισχυρό άνδρα” της δεύτερης (Πατσίνο), καθώς και μια σειρά από εγκλήματα και λοιπές παρανομίες στις οποίες, κατά τα λεγόμενά του, συμμετείχε ή παρακολούθησε ο Σίραν. Αξίζει να σημειωθεί πως οι τρεις πρωταγωνιστές, οι οποίοι έχουν παίξει σε πλήθος παρόμοιων ταινιών τα τελευταία 40-50 χρόνια, είναι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας από τους χαρακτήρες τους οποίους υποδύονται, με αποτέλεσμα να έχουν υποστεί ψηφιακή επεξεργασία προκειμένου να φαίνονται νεότεροι.
Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας καταλαβαίνει κανείς πως πρόκειται να παρακολουθήσει μια ταινία αντάξια των συντελεστών της, ένα κλασικό μαφιόζικο έπος που τηρεί ευλαβικά τις αρχές αριστουργημάτων όπως Ο Νονός, Τα Καλά Παιδιά, το Καζίνο, η Υπόθεση Καρλίτο, ταινίες που περιλάμβαναν τουλάχιστον έναν από τους πρωταγωνιστές της. Η χημεία μεταξύ Ντε Νίρο και Πατσίνο, καθώς και Ντε Νίρο και Πέσι, είναι εμφανής. Αν και σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες είναι εγκληματικής φύσης, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, από άποψης προσωπικότητας, κινήτρων, τρόπου λειτουργίας και κώδικα τιμής.
Ο Σίραν βρίσκεται κάπου στη μέση, ένας επαγγελματίας του υποκόσμου τόσο ψυχρός και κυνικός που δε μπορεί να αισθανθεί οτιδήποτε – θετικό ή αρνητικό – ούτε για τους εργοδότες ούτε για τα θύματά του. Στον κόσμο του Ιρλανδού, βέβαια, δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα συναισθήματα, κι αυτά παραμερίζονται εύκολα. Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, πως οι μαφιόζοι και λοιποί εγκληματίες δε μπορούν να χάσουν την ψυχραιμία τους, ωστόσο ως επί το πλείστον λειτουργούν ως στυγνοί, αδίστακτοι επαγγελματίες που δεν εμπιστεύονται κανέναν, ενώ γνωρίζουν πως το παραμικρό παραστράτημα από τους “κανόνες του παιχνιδιού” μπορεί κάλλιστα να είναι το τελευταίο τους.
Η ταινία κυκλοφόρησε με μεγάλες προσδοκίες, χάρη στα λαμπρά ονόματα που συμμετέχουν, και δεν απογοήτευσε. Υψηλού επιπέδου ερμηνείες, άρτια σκηνοθεσία, ατάκες – δηλητήριο που στέκονται επάξια στις κορυφαίες που έχουν ξεστομίσει οι πρωταγωνιστές στη μακρόχρονη καριέρα τους, και μια μίξη χιούμορ, αγωνίας, δράσης και ενίοτε συγκίνησης. Η πολύ μεγάλη διάρκεια είναι ένα μικρό πρόβλημα, θα μπορούσε άνετα η ταινία να κρατάει ένα μισάωρο λιγότερο χωρίς να στερείται κάτι, ωστόσο κατορθώνει να κρατά το ενδιαφέρον σε υψηλά επίπεδα και να μην επιτρέψει στο θεατή να κουραστεί ιδιαίτερα ή να βαρεθεί.
Το μόνο που μπορεί κάποιος να προσάψει στον Σκορτσέζε είναι πως η ταινία του αποτελεί “μία από τα ίδια”. Θα μου πείτε, όταν τα ίδια είναι οι ουκ ολίγες αριστουργηματικές γκανγκστερικές ταινίες του ιδίου και των πρωταγωνιστών του φιλμ, το να ακολουθείς τα βήματά τους δεν είναι και τόσο προς κατηγορία. Πράγματι, η ταινία δεν προσθέτει κάτι καινούριο στο είδος, δε μπορεί – ίσως λόγω της προχωρημένης ηλικίας των βασικών συντελεστών της – να φτάσει στο επίπεδο προηγούμενων δημιουργιών τους, και μοιάζει σαν να έχει ξεπηδήσει από τη δεκαετία του ΄80 ή του ΄90, αγνοώντας τις σύγχρονες απαιτήσεις και νόρμες. Ωστόσο, αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, καθώς προσθέτει ακόμα μια αξιόλογη, σχεδόν αψεγάδιαστη (αν παραβλέψει κανείς τη διάρκεια και, σε κάποια σημεία, την προβλεψιμότητα του σεναρίου) πινελιά στο κάδρο των μεγάλων ταινιών του είδους.
Ο Ιρλανδός, τελικά, ίσως να μην είναι αριστούργημα, ίσως να μην τον θυμόμαστε σε μερικά χρόνια όπως κάποιες άλλες ταινίες του Σκορτσέζε, του Πατσίνο, του Ντε Νίρο και των υπολοίπων, ωστόσο είναι μια απόδειξη πως είμαστε τυχεροί που βλέπουμε τόσα χρόνια τους ανθρώπους αυτούς να μας προσφέρουν τις ταινίες τους, και σίγουρα προκαλεί έντονη νοσταλγία στους φαν του είδους. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρόκειται για ανθρώπους στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους, και δεν αποκλείεται μόλις να είδαμε την τελευταία συνεργασία τους. Με την περίοδο των βραβείων να πλησιάζει, ο Ιρλανδός αναμένεται να παραμείνει στο προσκήνιο στο επόμενο διάστημα, και αποτελεί ένα σπουδαίο έργο που συστήνω ανεπιφύλακτα σε όλους τους σινεφίλ.
Βαθμολογία: 8/10