Ώριμος και καταξιωμένος πια, ο Γιώργος Λάνθιμος εντυπωσίασε τους πάντες με τη νέα ταινία του και μαζεύει τις υποψηφιότητες και τα βραβεία το ένα πίσω από το άλλο, προσδοκώντας να φτάσει μέχρι το Όσκαρ. Ας μιλήσουμε λοιπόν για μια από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες της χρονιάς.
Η Ευνοούμενη (The Favourite, 2018) – Ιστορική μαύρη κωμωδία, 119΄
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Σενάριο: Deborah Davis & Tony McNamara
Πρωταγωνιστούν: Olivia Colman, Emma Stone, Rachel Weisz, Nicholas Hoult
Στις αρχές του 18ου αιώνα, η μεσόκοπη κι ασθενική βασίλισσα της Αγγλίας βρίσκεται υπό την επιρροή της Δούκισσας του Μάρλμπορο, μέχρις ότου η ξαδέρφη της τελευταίας θα προσληφθεί στο παλάτι και θα προσπαθήσει να την αντικαταστήσει.
Για πρώτη φορά, ο Λάνθιμος έδωσε μια ιστορική βάση στο σενάριο της ταινίας του (στη συγγραφή του οποίου, επίσης για πρώτη φορά, δε συμμετείχε). Βέβαια, οι ίδιοι οι συντελεστές της ταινίας παραδέχονται πως δεν είχαν σκοπό να απεικονίσουν ρεαλιστικά τα όσα πραγματικά συνέβησαν στην Αυλή της βασίλισσας Άννας, απλώς να τα χρησιμοποιήσουν ως βάση κι εφαλτήριο για το σενάριο.
Τρία γυναικεία πρόσωπα, γεγονός ενδιαφέρον από μόνο του σε μια πλήρως ανδροκρατούμενη εποχή, κυριαρχούν στην ιστορία. Η βασίλισσα της Αγγλίας (Colman), σχεδόν παράλυτη, χτυπημένη από πολλές οικογενειακές και προσωπικές τραγωδίες, μόλις και μετά βίας κατορθώνει να ασκεί τα καθήκοντά της. Αυτή που κάνει κουμάντο πραγματικά είναι η δούκισσα του Μάρλμπορο (Weisz), μια ιδιαίτερα δυναμική, σκληρή και πολυμήχανη γυναίκα, που διατηρεί κρυφό ερωτικό δεσμό με τη βασίλισσα. Ακόμα κι αυτή όμως, βρίσκει το δάσκαλό της στη νέα, όμορφη και φιλόδοξη ξαδέρφη της (Stone), η οποία βλέπει την ευκαιρία να εξελιχθεί από μια ταπεινή υπηρέτρια στο πιο ισχυρό –παρασκηνιακά- πρόσωπο σ΄ολόκληρη τη Βρετανία.
Τρεις γυναίκες κυριαρχούν, λοιπόν, με τους άνδρες να κατέχουν μόνο περιφερειακές θέσεις στην ιστορία. Βλέπουμε συχνά την αντιπαράθεση μεταξύ του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αντιπολίτευσης, ιδίως για το θέμα του εν εξελίξει, τότε, γαλλοβρετανικού πολέμου, αλλά ακόμα κι αυτοί οι ισχυροί άνδρες δε μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς την εύνοια της ιδιότροπης βασίλισσας και, κατά συνέπεια, των ευνοούμενων γυναικών της.
Η ιστορία είναι γεμάτη συνωμοσίες, ηθελημένα διεστραμμένο –αλλά συχνά καλαίσθητο- ερωτισμό, δηλητηριώδεις ατάκες, έντονους χαρακτήρες, ανατροπές και μια πανέξυπνη αντιπαράθεση μεταξύ της φαινομενικής ευγένειας που διέκρινε τους Άγγλους ευγενείς και αθυρόστομων, κοφτών διαλόγων που δείχνουν τις πραγματικές προθέσεις τους. Σκηνοθετικά, ο Λάνθιμος κάνει τα δικά του. Σκηνικά, κοστούμια, φωτογραφία, όλα αποτυπώνουν μεν την εποχή αλλά μ΄ένα έντονο σουρεαλιστικό ύφος, κι ο θεατής γρήγορα καταλαβαίνει πως δε βλέπει το παρελθόν, αλλά μια διαστρεβλωμένη εκδοχή του, όπως έτσι κι αλλιώς αρέσκεται να κάνει με την εκάστοτε πραγματικότητα ο Λάνθιμος.
Παρ΄όλα αυτά, όσοι έχουν δει τις προηγούμενες ταινίες του Έλληνα σκηνοθέτη (ειδικά τις πιο παλιές, βλέπε Κυνόδοντα), θα διαπιστώσουν μεμιάς πως το στιλ του έχει γίνει σαφώς πιο mainstream, λιγότερο αιχμηρό και φορμαλιστικό, εξακολουθεί να θυμίζει τόσο θέατρο όσο και φωτογραφία αλλά είναι εμποτισμένο πια από τις κλασικές κινηματογραφικές αρχές. Ο Λάνθιμος, έχοντας πια τα μέσα και την απήχηση που δε μπορούσε καν να φανταστεί πριν 8-10 χρόνια, δεν επιχειρεί πια να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό, αλλά να παρουσιάσει το συνηθισμένο με διαφορετικό τρόπο. Η ειρωνεία είναι πως οι μη εξοικειωμένοι με το στιλ του Λάνθιμου πιθανότατα θα θεωρήσουν κι αυτή την ταινία «περίεργη», ενώ οι φαν του σκηνοθέτη μπορεί να τη βρουν «υπερβολικά νορμάλ».
Φυσικά, στο πλευρό του έχει κι ένα εκπληκτικό καστ, με την τριάδα Colman-Weisz-Stone να δίνουν ρέστα με τις ερμηνείες τους, ιδίως η πρώτη. Σε αντίθεση με τον Αστακό και τη Θυσία του Ιερού Ελαφιού, εδώ σωστά ο Λάνθιμος δεν επιβάλλει το δικό του στιλ στους καταξιωμένους πρωταγωνιστές του, αλλά τους αφήνει σχετικά ελεύθερους να ξεδιπλώσουν το ταλέντο του. Το καστ, όπως και τα σκηνικά και τα πεπραγμένα της ταινίας, είναι κλειστό και χωρίς περιττούς ρόλους, αλλά δένει απόλυτα με τη φιλοσοφία του έργου. Το ίδιο και οι ιδιόρρυθμες μουσικές επιλογές που επενδύουν την ταινία, που ακολουθούν μ΄έναν κάπως διεστραμμένο, μουσικά, τρόπο τα γεγονότα που εκτυλίσσονται.
Αν θέλαμε να εντοπίσουμε κάποιο μειονέκτημα στο όλο κόνσεπτ, αυτό είναι πως η ιστορία που περιγράφει δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα κι ο περισσότερος κόσμος, ακόμα και στην ίδια τη Βρετανία, δεν είναι εξοικειωμένος. Ο Λάνθιμος προσπαθεί να παραλληλίσει την εποχή που περιγράφει με τη δική μας, και όπως προείπα δεν κάνει ιστορική καταγραφή, αλλά και πάλι χρειάζεται μια γνώση των τότε πεπραγμένων για να μπει κανείς στο κλίμα. Ευτυχώς, όμως, παρότι η ιστορία από μόνη της δεν είναι τόσο ενδιαφέρουσα, οι χαρακτήρες, οι ίντριγκες και οι «πινελιές» του σκηνοθέτη δημιουργούν αυτό το ενδιαφέρον, και δεν κουράζουν το θεατή. Δευτερεύον ελάττωμα, η πλήρης έλλειψη χαρακτήρων τους οποίους το κοινό μπορεί να συμπαθήσει ή/και να ταυτιστεί.
Τα έχει όλα τελικά η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, από χιούμορ και πανέξυπνους διαλόγους μέχρι διαστρεβλωμένα μαθήματα ιστορίας και εκκεντρικές ερωτικές περιπτύξεις. Ο Έλληνας δημιουργός, εγκαταλείποντας το σενάριο, δείχνει πιο ώριμος και συγκεντρωμένος από ποτέ και η ταινία κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα και αξίζει σίγουρα να της δώσετε μια ευκαιρία. Άντε και στα Όσκαρ, Γιώργο!
Βαθμολογία: 8/10