Για την ταινία αυτής της εβδομάδας θα γυρίσουμε πίσω στον χρόνο, αλλά το ταξίδι αυτό αξίζει, γιατί θα βοηθήσει τους σύγχρονους ανθρώπους να καταλάβουν πώς λειτουργούν όλες οι κοινωνίες και τον ρόλο του καθενός μας ξεχωριστά στην διαφθορά και την υποβάθμιση των ηθικών αρχών που επικρατούσαν στο παρελθόν, επιζούν σήμερα και πολύ πιθανόν να συνεχίζουν την πορεία τους και στο μέλλον . Ας γίνω πιο σαφής λέγοντας ότι η ταινία κυκλοφόρησε το 2003 κερδίζοντας πολλά βραβεία σε διάφορες κατηγορίες, όπως καλύτερης ταινίας, σεναρίου, κοστουμιών, σε διάφορα φεστιβάλ.
Η Grace (Nicole Kidman) τρέχοντας να ξεφύγει από μια συμμορία βρίσκει καταφύγιο με την βοήθεια του Tom Edison (Paul Bettany) στην μικρή του πόλη, Dogville. Αν και οι κάτοικοι της πόλης αμφιταλαντεύονται για το αν θα πρέπει να επιτρέψουν στην άγνωστη και καταζητούμενη από επικίνδυνους ανθρώπους κοπέλα να μείνει μαζί τους, ο Tom τους πείθει να την αφήσουν να μείνει για δύο εβδομάδες ώστε να μπορέσουν να την γνωρίσουν και μετά να αποφασίσουν. Έτσι, λοιπόν, η Grace αρχίζει να εργάζεται βοηθώντας όλους τους κατοίκους του Dogville στις δουλείες τους. Με αυτόν τον τρόπο, όλοι καταλήγουν να συμπαθούν και να αγαπούν την Grace και αποφασίζουν ότι θέλουν να γίνει μέλος της κοινωνίας τους. Και η ίδια η Grace νιώθει ότι βρήκε μια πατρίδα, ένα σπίτι, μια οικογένεια. Γρήγορα, όμως, σύννεφα αρχίζουν να εμφανίζονται στην ευτυχία της και η σκληρότητα, ο εγωισμός και η ανηθικότητα βγαίνουν στο προσκήνιο αλλάζοντας ριζικά τη ζωή της.
Σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας είναι ο Lars von Trier. Ένας καλλιτέχνης που έχει διχάσει κριτικούς και κοινό με τις πρωτότυπες και μη ανταποκρινόμενες στις συνηθισμένες και δοκιμασμένες κινηματογραφικές τεχνικές ταινίες, ξαφνιάζει και με αυτή του την ταινία τους θεατές. Καταρχάς, η ταινία είναι χωρισμένη σε 9 κεφάλαια και τον πρόλογο. Το κάθε κεφάλαιο μάλιστα έχει και έναν τίτλο. Σε όλα υπάρχει και ένας ομιλητής που πληροφορεί και εξηγεί στους θεατές τι συμβαίνει. Πέρα από τα χαρακτηριστικά αυτά γνώρισμα του πεζού λόγου, τα γυρίσματα έγιναν σε έναν χώρο που θυμίζει μια μεγάλη θεατρική σκηνή. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι ολόκληρη η πόλη είναι σχεδιασμένη πάνω στο έδαφος, σαν να έβλεπες το αρχιτεκτονικό σχέδιο για ένα σπίτι που θέλεις να χτίσεις, και επίσης δεν υπάρχουν ούτε τείχη ούτε πόρτες. Θα μπορούσε κανείς να πει -ή αυτό που κατάλαβα εγώ είναι- ότι με αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης ήθελε να δείξει την έλλειψη ιδιωτικότητας, ο καθένας μπορεί να δει, να σχολιάσει, να κριτικάρει και να διαδώσει διάφορες πράξεις σου χωρίς τη θέλησή σου μη γνωρίζοντας όμως τους βαθύτερους και ουσιαστικούς λόγους που σε οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργεια. Κάτι, δηλαδή, σαν την έκφραση “κοιτάζω, αλλά δεν βλέπω”. Επίσης, σε πολλά σημεία δεν υπάρχει φυσική ροή από το ένα πλάνο στο άλλο. Για παράδειγμα, όταν ο Tom ρώτησε την Grace για την οικογένειά της αυτή του απάντησε έχοντας γυρίσει την πλάτη της, αλλά όταν αμέσως μετά της πρότεινε να μείνει στο Dogville ήταν ήδη γυρισμένη κοιτώντας τον στα μάτια. Όσο απότομο, πρόχειρο και μη προσεγμένο και αν φαίνεται αυτό το μοντάζ, είναι στην πραγματικότητα σκόπιμο, καθώς ο σκηνοθέτης ήθελε με και με αυτόν τον τρόπο να κεντρίσει το ενδιαφέρον και την προσοχή του θεατή μπερδεύοντας τον.
Σε μια ταινία που χαρακτηρίζεται από περιορισμούς και ελλείψεις, καθώς όπως είπαμε δεν υπάρχουν αληθινοί δρόμοι και σπίτια, όλη η προσοχή του θεατή θα στραφεί σε μια σταθερή αξία, στους ηθοποιούς. Το μεγάλο όνομα της ταινίας είναι η Nicole Kidman και αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ταλαντούχα ηθοποιός μέσα από την ρεαλιστική της ερμηνεία, που δεν φοβάται να “τσαλακώσει” την εικόνα της και να προβάλει τα ανθρώπινα πάθη και βάσανα, καταφέρνει να κάνει όλους τους θεατές ανεξαρτήτως φύλου να ταυτιστούν μαζί της. Δεν γίνεται βέβαια να μην αναφερθεί και ο Paul Bettany, ένας εξαίσιος ηθοποιός αν και όχι τόσο γνωστός στο ευρύ κοινό, που είναι φυσικός και χωρίς υπερβολές στην ερμηνεία του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ρεαλισμού αποτελούν οι φορές που μιλάει μπροστά σε όλους τους κατοίκους, και όπως όλοι οι ομιλητές, κουνάει τα χέρια του και κοιτάει στα μάτια αυτούς που τον ακούνε. Τόσο ο Paul Bettany όσο και οι υπόλοιποι κάτοικοι του Dogville αναπαριστούν άριστα την ανθρώπινη φύση που είναι ικανή όχι μόνο για το καλό αλλά και για την πονηριά και το κακό.
Συνοπτικά, αν και διαρκεί τρεις ώρες και υπάρχουν κάποιες ακατάλληλες σκηνές, το Dogville είναι μια ταινία που όλοι οι άνθρωποι πρέπει να δουν τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους.