Ειπώνονται πολλά καθημερινά σχετικά με το θάνατο. Υπάρχει άραγε ζωή μετά; Αν ναι πως είναι; Μοιάζει ή διαφέρει με τη δική μας; Καθημερινά “φεύγουν” από τη ζωή γύρω στα 130.000 άτομα διαφόρων ηλικιών και εθνικοτήτων. Αυτό μας λυπεί, μας στενοχωρεί και γενικά μας κάνει να σκεφτόμαστε διάφορα. Τι θα γινόταν όμως αν ξέραμε τι υπάρχει εκεί που οι δικοί μας άνθρωποι πάνε φεύγοντας από κοντά μας; Θα μας βοηθούσε άραγε να αισθανθούμε καλύτερα; Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να κατανοήσουμε έστω και λίγο τι υπάρχει τελικά «απέναντι».
Ξεκινώντας ας δούμε τον ορισμό της νεκρανάστασης καθώς και πως καταγράφεται ιστορικά ανά τους αιώνες: Η ιδέα της ανάστασης των νεκρών περιγράφει την επαναφορά των νεκρών από το θάνατο στη ζωή. Η ακριβής αντίληψη του τόπου, του τρόπου και του χρόνου αυτής της διαδικασίας ποικίλει σε καθεμία από τις θρησκείες που διακηρύττουν πίστη στην νεκρανάσταση — όπως ο Ιουδαϊσμός, ο Ζωροαστρισμός, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ. Αποτελεί γεγονός ότι οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι, Πέρσες, Αιγύπτιοι, Ιουδαίοι και Έλληνες αντιλαμβάνονταν το θάνατο ως απομάκρυνση από τον κόσμο των ζωντανών. Κάποιοι από αυτούς θεωρούσαν ότι κατά το θάνατο συνέβαινε η μετάβαση σε ένα διαφορετικό τόπο, όπως ο Άδης, που ειδικά για τους Έλληνες διαφαίνεται από την απαρχή της Ελληνικής Μυθολογίας. Η διδασκαλία του Χριστού, την οποία και διέδωσαν οι Απόστολοι και ειδικότερα ο απόστολος Παύλος που και ερμήνευσε, έδωσε λεπτομερείς απαντήσεις στις διάφορες απορίες που διατυπώθηκαν όπως αναφέρονται στις Πράξεις των Αποστόλων (17:18) και Προς Κορινθίους επιστολή (15:35-39). Στις Χριστιανικές Γραφές καταγράφονται περιπτώσεις επαναφοράς νεκρών στη ζωή “με τη δύναμη του Θεού” και της “θείας Ευδοκίας” τόσο από τον Ιησού όσο και από ακολούθους του, όπως ο Πέτρος και ο Παύλος. Αναφέρονται συγκεκριμένα τρεις αναστάσεις που έκανε ο Ιησούς: του Λαζάρου, της κόρης του Ιαείρου και του μοναχογιού μιας χήρας από την Ναΐρ τα λεγόμενα τρία «αναστάσιμα θαύματα». Στις Εβραϊκές Γραφές περιλαμβάνονται επίσης αφηγήσεις αναστάσεων νεκρών.
Άρρηκτα συνδεδεμένη είναι η έννοια της νεκρανάστασης με την εκκλησία, όπως είναι λογικό, ας δούμε λοιπόν πως στηρίζει την έννοια της νεκρανάστασης η εκκλησιαστική πλευρά: Στενά συνδεδεμένη με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού είναι και η ανάσταση των νεκρών, που είναι βεβαιότατη πίστη της Εκκλησίας, γι’ αυτό και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Όταν κάνουμε λόγο για ανάσταση των νεκρών, εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων, ότι, δηλαδή, οι ψυχές θα εισέλθουν πάλι στα νεκρά σώματα και θα ζωοποιηθούν, και έτσι θα συγκροτηθεί πάλι ολόκληρος ο άνθρωπος. Αυτό είναι πολύ φυσικό και δικαιολογημένο, γιατί οι ψυχές δεν πεθαίνουν ποτέ οντολογικά αφού η αθανασία της ψυχής είναι ένα δώρο που το έδωσε από την αρχή ο Θεός. Τα σώματα πεθαίνουν, γι’ αυτό με τον όρο ανάσταση νεκρών πάντοτε εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων. Στο σημείο αυτό φαίνεται και η διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάσταση των σωμάτων, που κάνει η φιλοσοφία και η ορθόδοξη θεολογία. Η κλασσική φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να δεχθεί την άποψη ότι τα σώματα θα αναστηθούν, ακριβώς γιατί πιστεύει σε κατά φύσιν αθάνατη ψυχή και σε κατά φύσιν θνητό σώμα. Κατά την αρχαία φιλοσοφική σκέψη η αθάνατη κατά φύσιν ψυχή, που βρισκόταν προηγουμένως στον κόσμο των ιδεών, περικλείστηκε στο σώμα σαν σε φυλακή και, επομένως, σωτηρία και λύτρωση της ψυχής είναι η αποδέσμευσή της από το σώμα. Με αυτήν την έννοια το σώμα είναι κακό και ο εγκλεισμός της ψυχής σε αυτό συνιστά και εκφράζει την πτώση της. Έτσι εξηγείται το ότι οι Αθηναίοι αντέδρασαν όταν ο Απόστολος Παύλος μίλησε για ανάσταση νεκρών πάνω στον Άρειο Πάγο. Ο Απόστολος Παύλος έκανε λόγο για τον Χριστό που θα έλθει να κρίνει την οικουμένη. Μεταξύ των άλλων είπε: «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνει την οικουμένη εν δικαιοσύνη, εν άνδρι ώ ώρισε, πίστιν παράσχων πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών». Στο σημείο αυτό οι Αθηναίοι τον διέκοψαν, όπως σημειώνουν οι Πράξεις των Αποστόλων: «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον’ ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πράξ. ιζ’, 31-32). Η αντίδραση αυτή δεν ήταν άσχετη από την ακατανόητη γι’ αυτούς αντίληψη περί αναστάσεως νεκρών σωμάτων. Στα κείμενα της Αγίας Γραφής δεν βλέπουμε μόνον την πίστη της Εκκλησίας στην ανάσταση των νεκρών, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά και το πώς θα είναι τα σώματα αυτά. Ξέρουμε από όλη την Ορθόδοξη Παράδοση ότι τα σώματα θα είναι πνευματικά. Ο Χριστός δηλώνει ότι οι άνθρωποι στην μέλλουσα ζωή δεν θα έχουν τα στοιχεία της σαρκικότητος. Είναι γνωστόν ότι μετά την πτώση ο άνθρωπος φόρεσε την φθαρτότητα και την θνητότητα, και, επομένως, ο τρόπος της συλλήψεως του, της κυοφορίας του, του θηλασμού ανήκει στην μετά την πτώση ζωή, τον οποίο, βέβαια, ευλόγησε ο Θεός για την αύξηση του ανθρωπίνου γένους. Όμως μετά την ανάσταση θα καταργηθούν όλες αυτές οι καταστάσεις και οι άνθρωποι θα διάγουν ως άγγελοι. Λέγει ο Χριστός: «οι δε καταξιωθέντες τού αιώνος εκείνου τυχείν και της αναστάσεως της εκ νεκρών ούτε γαμούσι ούτε γαμίζονται’ ούτε γαρ αποθανείν έτι δύνανται· ισάγγελοι γαρ εισι και υιοί εισι του θεού, της αναστάσεως υιοί όντες» (Λουκ. κ’, 35-36). Στο αποστολικό αυτό χωρίο βλέπουμε τα τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που θα έχει το σώμα μετά την ανάσταση. Το ένα, ότι θα είναι άφθαρτο σε αντίθεση με το φθαρτό της διαλογικής ζωής. Το δεύτερο γνώρισμα, ότι θα είναι δοξασμένο σε αντίθεση με την ατιμία. Το τρίτο, ότι θα είναι δυνατό, σε αντίθεση με την ασθένεια, και το τέταρτο γνώρισμα, ότι θα είναι πνευματικό σε αντίθεση με το πρώτο, που ήταν ψυχικό. Αυτό σημαίνει ότι ενώ το σώμα της διαλογικής ζωής ήταν φθαρτό, άτιμο, ασθενικό και ψυχικό, δηλαδή κυβερνώμενο από τις ψυχικές λειτουργίες, το σώμα της αναστάσεως θα είναι άφθαρτο, δοξασμένο, δυνατό και πνευματικό. Αν ερμηνεύσουμε την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου με βάση την πατερική παράδοση, μπορούμε να πούμε ότι τα σώματα των ανθρώπων μετά την ανάσταση τους θα είναι άφθαρτα, δεν θα έχουν ανάγκη τροφής και ύπνου, δεν θα υπόκεινται σε αλλοιώσεις. Οι Πατέρες λένε ότι θα είναι όπως το σώμα του Χριστού, που εξήλθε από τον τάφο, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, που εισερχόταν και εξερχόταν στο υπερώο, κεκλεισμένων των θυρών, δεν είχε ανάγκη τροφής, διάνυε μεγάλες αποστάσεις. κ.λπ. Βέβαια, έφαγε ο Χριστός μετά την ανάσταση όχι γιατί το είχε ανάγκη, αλλά για να καταλάβουν οι μαθητές ότι δεν ήταν φάντασμα. Η τροφή εκείνη κάηκε από την Θεότητα Του, αφού δεν υπήρχε πεπτικό σύστημα και όλες οι διεργασίες, που είναι γνωρίσματα της φθαρτότητας και της θνητότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι η επιστήμη δεν συνερίζεται πλήρως την ύπαρξη της νεκρανάστασης ή απλά δεν αναφέρει κάτι σχετικά μέχρι να μπορέσει να αποδείξει τι συμβαίνει πραγματικά.
Μεγάλο ενδιαφέρον αποτελούν κάποιες μαρτυρίες ατόμων που πέρασαν «απέναντι» και ξαναγύρισαν. Ας δούμε κάποιες: Η πιο εντυπωσιακή ιστορία είναι η ιστορία του πατέρα του κυρ Παντελή Γκαβού – που ζει στην περιοχή της Λεύκας, στην Πάτρα. Ο κυρ Παντελής είναι απλός λαϊκός άνθρωπος, φίλος μου και σεβαστός από όλους οικογενειάρχης, με παιδιά καλά και εγγόνια καλύτερα. Είναι χαρακτήρας ήρεμος και δίκαιος, και απόλυτα ισορροπημένος. Επίσης ούτε πάσχει από κανενός είδους ψυχολογική διαταραχή και φαντασίωση. Η εμπειρία του πατέρα του κυρ Παντελή σε αδρές γραμμές, και με το ύφος περίπου που εκείνος μου την αφηγήθηκε, είναι η ακόλουθη: Ο πατέρας του κυρ Παντελή, αγνότατος στην καρδιά και πιστός άνθρωπος, ποιμήν στο επάγγελμα, ήταν περίπου 35 ετών, όταν -όντας υγιέστατος- πέθανε ξαφνικά στον ύπνο του! Ο ίδιος, βέβαια, όταν συνέβη το γεγονός, δ ε ν συνειδητοποίησε ότι πέθανε! Ο ίδιος κατάλαβε ότι ενώ κοιμόταν, δυνατά χτύπησε η εξώπορτα και σηκώθηκε από το κρεβάτι του, να πάει να ανοίξει, να δει ποιός τον ζητάει, μέσα στα άγρια χαράματα. (Από τη στιγμή που σηκώνεται να ανοίξει την πόρτα, είναι η ψυχή του, που δρα και όχι το σώμα του. Το σώμα του παρέμεινε νεκρό στο κρεβάτι μέχρι που το βρήκαν αργότερα οι οικείοι και άρχισαν τους κοπετούς και τους θρήνους.) Αντίκρισε τότε μπροστά του, δυο άνδρες, σαν χωροφύλακες της εποχής του- πριν τον πόλεμο του 1940. Τον κοίταξαν με σοβαρότητα και τον διέταξαν με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, να τους ακολουθήσει διότι εκκρεμούσε-είπανε- μια δίκη εις βάρος του.
Εκείνος, αιφνιδιάστηκε, αφάνταστα. Δεν ήξερε το παραμικρό για καμία δίκη, και εξάλλου πώς να τους ακολουθήσει που ήταν μόνος στο σπίτι, με νήπια να κοιμούνται , ενώ η γυναίκα του, είχε πάει στην Πάτρα για δουλειές; Άρχισε να τους παρακαλάει να τον αφήσουν, να του δώσουν κάποια διορία γι’ αυτό το παράξενο και απρόβλεπτο δικαστήριο. Αυτοί, ανένδοτοι! Επέμεναν να τους ακολουθήσει.
Αφού είδε και απόειδε ο κυρ Δημητράκης-έτσι τον έλεγαν -ότι από τους χωροφυλάκους δεν μπορεί να γλιτώσει, τους παραδόθηκε. Τον πιασαν, λοιπόν, απ’ τα μπράτσα, ένας από δεξιά και ο άλλος από αριστερά , και άρχισαν να κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε κάτι περάσματα – σαν τούνελ. Ο κυρ Παντελής δεν σκέφτηκε να μου πει τη λέξη τούνελ, μόνο παίρνοντας μια κόλλα χαρτί, την έκανε σαν χωνί- με ένα μικρό άνοιγμα στη μύτη του χωνιού να παίρνει φως- και μου περιέγραψε:
-Έτσι, να, σε ένα τέτοιο μέρος, τρέχανε οι δυο χωροφυλάκοι με τον πατέρα μου και ήτανε πολύ- πολύ φως στο βάθος!
Όταν κινούμενοι με την απίστευτη ταχύτητα, έφτασαν στην άκρη του τούνελ, βγήκαν σε μια πόλη με σπίτια και ανθρώπους που κυκλοφορούσαν και κτίρια μεγάλα. Τον κυρ Δημητράκη οι χωροφύλακες, τον οδήγησαν σε ένα οίκημα που ήταν-είπανε – δικαστήριο, προκειμένου να δικαστεί, για ένα παράπτωμα που ο ίδιος δεν ήξερε. Ο άνθρωπος, όμως, ένιωθε πάρα πολύ ανήσυχος. Τον σήκωσαν χαράματα, άρον άρον απ’ το κρεβάτι του, με τα ανήλικα παιδιά του να κοιμούνται παραδίπλα, η γυναίκα του είχε φύγει για δουλειές στην Πάτρα, και τι θα καναν τόσες ώρες τα μικρά, έρμα και απροστάτευτα; Ο κυρ Δημητράκης, όλο και ένιωθε και πιο αγχωμένος και εκλιπαρούσε να τον αφήσουν να επιστρέψει. Οι Χωροφύλακες, με τα πολλά παρακάλια, του είπανε:
-Κοίτα: Μπορούμε να σε αφήσουμε, αν βρεθεί κάποιος και εγγυηθεί για σένα!
Άρχισε τότε να ψάχνει τριγύρω, εναγώνια, ο κυρ Δημητράκης, να βρει κάποιον να παρακαλέσει γι αυτή την εγγύηση. Εκεί που τον είχαν -στο δήθεν Δικαστήριο- και περίμενε, υπήρχε μια πόρτα μισάνοιχτη, πίσω από την οποία πηγαινοερχόταν πολύς κόσμος. Είδε διάφορους γνωστούς του, πεθαμένοι όλοι , αλλά στην εμπειρία, τούς ένιωθε σαν ζωντανούς. Είδε και τη γιαγιά του, που ήτανε μαμή όταν ζούσε. Της φώναξε, της ζήτησε να εγγυηθεί.
-Α δεν μπορώ! Έχω άλλες υποχρεώσεις, αρνήθηκε η γιαγιά.
Ο καημένος ο κυρ Δημητράκης, κόντευε να απελπιστεί. Εκείνη τη στιγμή βλέπει ξαφνικά μπροστά του, τον προσφάτως θανόντα ιερέα του χωριού του. Τον αισθάνθηκε σαν σανίδα σωτηρίας:
-Παππούλη μου, βοήθα με!
Πρέπει να γυρίσω πίσω επειγόντως, έχω αφήσει τα παιδιά μόνα και λείπει η γυναίκα μου, του φώναξε.
-Θα εγγυηθώ εγώ για σένα, αλλά και συ θα δεσμευτείς να μου κάνεις μια χάρη, απαίτησε ο παπάς.
-Ότι θες παππούλη μου, ότι θες! αρκεί να επιστρέψω!
Υποσχέθηκε με θέρμη ο κυρ Δημητράκης. Με την εγγύηση του πεθαμένου ιερέα – ο οποίος προηγουμένως τον ξενάγησε σε φυλακές και είδε συγχωριανούς κατηγορημένους για βαριά παραπτώματα – πεθαμένοι όλοι, να στενάζουν εκεί, δέσμιοι -οι δυο που εμφανίζονταν σαν χωροφύλακες, απ’ τον ίδιο δρόμο -του τούνελ- με ιλιγγιώδη πάντα ταχύτητα κινούμενοι, τον επέστρεψαν σπίτι του. Εδώ να πω, ότι σε όλο αυτό το διάστημα της εμπειρίας του κυρ Δημητράκη, είχαν περάσει γήινες 22 ολόκληρες ώρες! Όταν ο άνθρωπος από το θάνατό του, με τη δύναμη του Κυρίου, επέστρεψε πάλι στη ζωή, μετά από 22 ώρες, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στη σάλα του σπιτιού του, μέσα στο φέρετρο, με λουλούδια στολισμένος, με κεριά τριγύρω αναμμένα, με τη γυναίκα και τους λοιπούς τους συγγενείς, οδυρόμενους για τον πρόωρο και ξαφνικό το χαμό του. Ήταν όλοι εκεί θρηνούντες -πιο πολύ η νεαρή χήρα- τον απροσδόκητο θάνατό του, περιμένοντας τον ιερέα που θα έκανε την εξόδιο ακολουθία. Μπορεί κανείς να καταλάβει τι χαμός έγινε, τι πανικός, επακολούθησε, όταν ο πεθαμένος ανασηκώθηκε μόνος του στο φέρετρο, έβγαλε τα μπαμπάκια από το στόμα, τίναξε τα νεκρολούλουδα από πάνω του, και τους είπε ήρεμα:
-Μη φοβάστε! Εκεί που πήγα, και γύρισα, μου δώσαν μια αποστολή να εκτελέσω!
Με τους συγγενείς άλλους πανικόβλητους να τσιρίζουνε, άλλους αποσβολωμένους, άλλους μισολιγοθυμισμένους από την ταραχή που λάβανε, μια και δυο σηκώνεται – ο πρώην νεκρός και νυν ολοζώντανος – και κατευθύνεται στο σπίτι του – προσφάτως κοιμηθέντος – ιερέως του χωριού. Εκεί βρισκόταν ο νεαρός γιος του παπά, ένα παλικαράκι όμορφο, που του άρεσε η ζωή και τα πανηγύρια. Μόλις, το παπαδοπαίδι, είδε μπροστά του τον κυρ Δημητράκη -γιατί όλο το χωριό γνώριζε ποιος πέθανε, και όλοι ετοιμάζονταν για την κηδεία- πήρε ταραχή μεγάλη.
-Μη φοβάσαι! τον καθησύχασε ο κυρ Δημητράκης, ο άνθρωπος του Θεού.
Εγώ πήγα στην άλλη ζωή και γύρισα και έχω μια παραγγελιά από τον πεθαμένο πατέρα σου, να σου δώσω! Τον κοίταγε άφωνος, ο γιος του παπά, όμως, ο κυρ Δημητράκης συνέχισε απτόητος:
-Εκεί που πήγα, λοιπόν, στην άλλη ζωή, συνάντησα τον ιερέα πατέρα σου, και μου είπε να έρθω και να σου πω ,ότι αυτό που του ορκίστηκες ότι θα κάνεις, δίπλα στο κρεβάτι του, λίγη ώρα πριν ξεψυχήσει, όταν ήσασταν μόνοι οι δυό σας στο δωμάτιο, να το κάνεις, ει δε μη θα έχεις την κατάρα του, από κει που βρίσκεται! Αυτά τόνισε με σοβαρότητα και επισημότητα ο κυρ Δημητράκης, γιατί αυτά τού είχε παραγγείλει ο πεθαμένος ιερέας, να πει. Περί της υποθέσεως δεν διέθετε περισσότερη γνώση. Και αφού τα ανακοίνωσε, επέστρεψε σπίτι του, να χαρεί και να μιλήσει με τους αγαπημένους του, γιορτάζοντας την προσωπική του την ανέλπιστη νεκρανάσταση! Ο γιος, όμως, του προσφάτως θανόντος ιερέα, έπαθε το… λαλά της αρκούδας, θα λέγαμε, μιλώντας με τη σύγχρονη γλώσσα. Γιατί; Διότι ο πατέρας του, ο παπάς, πριν ξεψυχήσει, ικέτευε το νεαρό γιο του, να δεχτεί και να γίνει ιερέας στο πόδι του, στο χωριό. Και ο γιός, για να κάνει τον πατέρα του, τον παπά, να πεθάνει ευχαριστημένος, του ορκίστηκε πρόθυμα, ότι θα το κάνει. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να γίνει ιερέας, επειδή η ζωή του ιερέα, έστω και του εγγάμου, είναι ζωή που απαιτεί μεγάλες θυσίες και εκκοπή πολλών σαρκικών θελημάτων, και αυτός ήταν νεαρούλης εκεί κοντά στα είκοσι, του άρεσαν τα πολλά τα γλέντια και τα κορίτσια, και ούτε κατά φαντασίαν δεν σκόπευε να μαυροφορέσει επειδή του μακαρίτη του πατέρα του, του είχανε μπει έμμονες ιδέες στο μυαλό του, για Ονομαα! Όμως… όμως! Όταν στήνεται όλο αυτό το απίστευτο σκηνικό, και ανασταίνεται ο κυρ Δημητράκης και έρχεται να του δώσει παραγγελιά από τον πατέρα του – από την άλλη ζωή – για μια υπόσχεση που δόθηκε και που κανείς γι αυτήν την υπόσχεση δεν ήξερε το παραμικρό εκτός από τον πεθαμένο παπά και το γιο του, ε τότε… συγκλονίστηκε σε τέτοιο βαθμό ο γιος του παπά, όπως αφηγείται ο κυρ Παντελής που τον γνώρισε – τότε που έλαβαν χώρα αυτά τα γεγονότα, ήταν ο κυρ Παντελής τρίχρονο παιδάκι-που όχι μόνο έγινε παπάς, αλλά έγινε και εξαιρετικός ιερέας, που αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις για την τήρηση των εντολών του Κυρίου, και τη φροντίδα του λογικού ποιμνίου που ο Θεός του εμπιστεύτηκε. Όταν ακολούθησε ο Εμφύλιος -μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς- ο γιος του παπά που έγινε ιερέας, όχι μόνο δεν φοβόταν καθόλου το θάνατο, αλλά συχνά, με απόλυτο κίνδυνο της ζωής του, έμπαινε στα στρατόπεδα -είτε των δεξιών είτε των αριστερών, δεν έκανε διάκριση- και είχε γλυτώσει τις ζωές πολλών συγχωριανών και συνανθρώπων. Εκοιμήθη πριν κάποια χρόνια έχοντας υπηρετήσει με μεγάλη Πίστη και αυτοθυσία την Ορθόδοξη Εκκλησία- ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.
Αυτή ήταν η εμπειρία, πολύ συνοπτικά και επιγραμματικά. Και μου την επιβεβαίωσε σε άλλο, ανύποπτο τόπο και χρόνο, και ο αδερφός του κυρ Παντελή που ζει και αυτός στην Πάτρα. Και την παρέθεσα, μόνο για όποιον είναι α γ ν ό ς στην προαίρεση και μπορεί να καταλάβει ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός τελεσιουργεί θαυμάσια, νυν και αεί και εις τους αιώνας. Και μακάριοι, οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες και οι έχοντες επί τον Κύριον την Ελπίδα της Σωτηρίας τους…
Για περίπου δεκαπέντε λεπτά η καρδιά μιας 34χρονης γυναίκας είχε σταματήσει να λειτουργεί. Είχε υποστεί καρδιακή ανακοπή μετά από ακατάσχετη αιμορραγία, που προκλήθηκε λόγω προδρομικού πλακούντα, κατά τη διάρκεια καισαρικής τομής. Δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ζωής. Ο καρδιογράφος σταμάτησε να καταγράφει οποιοδήποτε καρδιακό παλμό, μόνο μια συνεχόμενη ευθεία γραμμή και το χαρακτηριστικό ήχο που πάγωσε τα πάντα. Στο χειρουργείο βρισκόταν μια ομάδα γιατρών από διάφορες ειδικότητες, οι οποίοι προσπαθούσαν με όσα μέσα είχαν στη διάθεσή τους να την επαναφέρουν. Πρώτα με ηλεκτροσόκ και στη συνέχεια με μαλάξεις στην καρδιά. Και εκεί που τα πάντα έμοιαζαν να είχαν χαθεί, η καρδιά της 34χρονης άρχισε να πάλλεται ξανά και η ευθεία συνεχόμενη γραμμή του καρδιογράφου να παίρνει σχήμα και να καταγράφει καρδιακή λειτουργία. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» η νεαρή μητέρα επέστρεψε από το “σύντομο ταξίδι της” και, το πιο εκπληκτικό, στα δεκαπέντε λεπτά που η καρδιά της είχε σταματήσει να λειτουργεί, ο εγκέφαλός της δεν είχε υποστεί καμιά βλάβη, κάτι που ανησυχούσε τους γιατρούς. Σήμερα, μετά τη δραματική εμπειρία της, είναι καλά και απολαμβάνει την ευτυχία της μητρότητας για πέμπτη φορά.
Το φαινόμενο της νεκρανάστασης, αν μπορεί να χαρακτηρισθεί έτσι, αποτελεί πηγή πολλών συζητήσεων μα και αντιπαραθέσεων. Κάποιοι το χαρακτηρίζουν δεισιδαιμονία, κάποιοι άλλοι πραγματικότητα που ίσως μας προειδοποιεί για κάτι. Μέχρι να υπάρξει κάτι χειροπιαστό που θα μας εξηγεί τι ακριβώς σημαίνει μπορεί οποιοσδήποτε από εμάς να το ερμηνεύσει με οποιονδήποτε τρόπο κρίνει. Σκεφτείτε το λίγο αξίζει τον κόπο!!!