Ο θυροειδής είναι ένας αδένας του ενδοκρινολογικού μας συστήματος. Παράγει τρεις βασικές ορμόνες: την θυροξίνη (Τ4), την τριιωδοθυρονίνη (Τ3), και την καλσιτονίνη. Οι αλλαγές στην έκκριση των ορμονών Τ3 και Τ4 δημιουργούν την “πάθηση του θυροειδή”. Η έκκριση αυτών των ορμονών ελέγχεται από μια άλλη ορμόνη την θυροειδοτρόπο (TSH) που παράγεται στην υπόφυση. Για την σύνθεση αυτών των ορμονών ο οργανισμός χρειάζεται ιώδιο. Επομένως όσοι αποφεύγουν από την διατροφή τους τα θαλασσινά, συχνά έχουν προβλήματα με τον θυροειδή. Αυτές οι ορμόνες βοηθούν στην ρύθμιση του μεταβολισμού μας. Η έλλειψή τους κατά την παιδική ηλικία προκαλεί προβλήματα σωματικής και πνευματικής ανάπτυξης. Οι δύο κυριότερες κατηγορίες είναι ο υπερθυροειδισμός και ο υπερθυροειδισμός.
Υπερθυροειδισμός: δηλαδή η υπερβολική έκκριση ορμονών. Χωρίζεται στην τοξική διάχυτη βρογχοκήλη όπου ο θυροειδής αδένας υπερλειτουργεί και στη τοξική οζώδη βρογχοκήλη όπου στον θυροειδή δημιουργούνται όζοι που φέρνουν ως αποτέλεσμα την υπερλειτουργία του. Συνήθως εμφανίζεται σε γυναίκες και δεν γίνεται αντιληπτός με συμπτώματα παρά μόνο με την εξέταση του γιατρού. Οι συνήθεις αλλαγές που παρατηρούνται είναι νευρικότητα, ευσυγκινησία, μυική αδυναμία, εύκολη κόπωση, αϋπνίες, ταχυκαρδία, εύκολο λαχάνιασμα και καρδιακές αρρυθμίες. Επιπλέον οι ασθενείς νιώθουν εξάψεις, αύξηση όρεξης αλλά και απώλεια βάρους. Επίσης νιώθουν πόνους στα κόκαλα, τα χέρια τρέμουν και οι παλάμες είναι ζεστές και ιδρωμένες. Η διάγνωση γίνεται με εξετάσεις αίματος, υπέρηχο του θυροειδούς και σπινθιρογράφημα. Η θεραπεία γίνεται με αντιθυροειδικά φάρμακα, χορήγηση ραδιενεργούς ιωδίου ή χειρουργική αφαίρεση του θυροειδούς αδένα.
Υποθυροειδισμός: δηλαδή η μειωμένη έκκριση ορμονών. Προκαλείται από βλάβη του θυροειδούς ή βλάβη της υπόφυσης που τον ελέγχει. Επίσης προκαλέιται από διαταραχές σε άλλες εκκρίσεις ορμονών, σε έλλειψη ιωδίου, σε εκ γενετής προβλήματα και από ορισμένα φάρμακα. Παρατηρείται κυρίως σε ενήλικες και ιδίως γυναίκες. Τα συμπτώματα είναι σωματική και πνευματική νωθρότητα, έντονη αίσθηση του κρύου, αύξηση βάρους, ξηρό και άγριο δέρμα, ωχρό πρόσωπο με τάση πρηξίματος των βλεφάρων, ξηρά μαλλιά, αραιά φρύδια, παχιά μεγάλη γλώσσα και αργή βραχνή φωνή. Σε βαριές περιπτώσεις συγκεντρώνεται υγρό μέσα στην κοιλιά ή γύρω από την κοιλιά με αποτέλεσμα ο ασθενής να πέσει σε υποθερμία και κώμα. Για την διάγνωση χρειάζονται εξετάσεις αίματος, υπερηχογράφημα και σπινθηρογράφημα. Η θεραπεία γίνεται με τα κατάλληλα φάρμακα που θα ορίσει ο γιατρός, εξειδικευμένα και διαφορετικά για τον κάθε ασθενή.