Ξύπνησε ιδρωμένος και ανήσυχος. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε χαλάσει. Οι δείκτες είχαν ξεχαρβαλωθεί. Ο χρόνος κυλούσε ανάποδα. Σηκώθηκε, ντύθηκε, κοίταξε το παράθυρο… «Τι σκατά εποχή είναι αυτή;» Διάβασε την εφημερίδα, έβαλε καφέ. Με μια γρήγορη κίνηση την πέταξε στον τοίχο. Βυθίστηκε στα βιβλία του. Διάβαζε κείμενα του Φιτζέραλντ (Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον), βλαστημώντας την ζωή του.
Σκέφτηκε, τι ωραία εποχή το Παρίσι του 1920. Η τέχνη στον ανθό της. Ζωγράφοι, ποιητές, τζαζ με αρώματα μελαγχολίας.
Κατέβηκε στο κέντρο της πόλης. Άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι, ήχοι από αμάξια, μηχανάκια, βρισιές.. «Καλά δεν βλέπεις ότι εγώ θα παρκάρω; Τι χώνεσαι; Άι στο διάολο.» Μια κυρία καθώς κουβαλούσε τα ψώνια της,παραμιλούσε..”Εε, ρε πού μας κατάντησαν για ένα κομμάτι ψωμί;” Καθώς προχωρούσε σκόνταψε σε μια πέτρα, με αποτέλεσμα να χαλάσει η μύτη του παπουτσιού του. Μουρμούρισε… “Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται!” Βρέθηκε σ’ ένα παλιατζίδικο με την ονομασία “Χαμένες ψυχές”. Μπήκε μέσα, χαμογελούσε ανόητα. Τον πλησίασε ο μαγαζάτορας και του μίλησε.
– Παρακαλώ πως θα μπορούσα να σας βοηθήσω;
– Έβλεπα τα αντικείμενα που έχετε, είναι πολύ όμορφα.
– Θέλεις να πάρεις κάτι;
– Κοιτάξτε, είναι πάρα πολύ ακριβά για την τσέπη μου.
Τον κοίταξε μ’ ένα παράξενο χαμόγελο ο μαγαζάτορας.
– Τι σου αρέσει πιο πολύ εδώ μέσα;
Περιεργάστηκε για λίγο το χώρο, ψεύτικοι πίνακες του Νταλί, βιβλία του Χέμινγουεϊ και στο βάθος μια μαύρη γάτα να παίζει με το κουβάρι της. Κοίταξε στα μάτια τον μαγαζάτορα, πήρε μια βαθιά ανάσα και απάντησε.
– Νομίζω ότι τα βινύλιά σας μου κάνουν περισσότερο εντύπωση. Αλλά όπως σας είπα δεν έχω αρκετά χρήματα .
Χαμογέλασε ξανά ο ιδιοκτήτης.
– Δεν χρειάζονται χρήματα νεαρέ.
Απόρησε ο νεαρός.
– Θα πάρετε αυτό που θέλετε και εγώ θα πάρω κάτι από εσάς, του είπε ο μαγαζάτορας.
Δεν έδωσε σημασία στα λόγια του και χαρούμενος βγήκε έξω. Ο ήλιος τον χτύπησε, έβαλε το δεξί του χέρι στο πρόσωπο για να προφυλαχτεί. Μόλις κατέβασε το χέρι του έμεινε έκπληκτος. Άνθρωποι να περνάνε με τα κουστούμια τους και με τα χοντρά καπέλα τους. «Καλημέρα σας, κύριε.» «Καλημέρα σας», είπε διστακτικά. Κοιτούσε τα μικρά παιδιά, τις κοπέλες που κυκλοφορούσαν. Τ’ αρώματα είχαν αλλάξει. Από ένα μαγαζάκι ακούγονταν παλιές μουσικές της τζαζ.
Λίγο πιο πίσω του εμφανίστηκε ο τύπος από το παλιατζίδικο, τον ρώτησε: «Ωραία μέρα, ε;» Ο νεαρός μόλις τον αντιλήφθηκε σάστισε. Ξαναμίλησε ο μαγαζάτορας «Έλα, πάμε ν’ ακούσουμε λίγη μουσική, ή έστω να περπατήσουμε.»
– Αναπολείς το παρελθόν, έτσι; Νομίζεις ότι ο κόσμος θα είναι καλύτερος; Νομίζεις ότι θα ήσουν πιο ευτυχισμένος; τον ρώτησε ο τύπος του παλιατζίδικου. Τα λόγια, η μουσική και η ποίηση προϋπήρχαν και θα υπάρχουν με ή χωρίς την παρουσία μας.
Ο νεαρός τον κοίταξε στα μάτια και μίλησε.
– Αισθάνομαι ότι η εποχή μου είναι αντίθετη προς εμένα. Από μικρός διάβασμα, σχολείο, βάλε στόχους, πρέπει να γίνεις κάτι. Όλη η ζωή μου εξετάσεις. Στο σχολείο πήρα άριστα και στην ζωή μηδέν. Δεν μου αρέσει η καθημερινότητά μου. Είναι σαν να μου έβαλαν μια αλυσίδα. Στην αρχή φώναξα, είπα «Εγώ γεννήθηκα ελεύθερος, δεν θα με περιορίζει κανείς.» Η αλυσίδα μου έκανε πληγή, η πληγή έγινε καύκαλο και το καύκαλο έμεινε για πάντα. Συνήθισα την αλυσίδα. Ή το σωστό είναι ότι η αλυσίδα έγινε το εγώ μου.
Τον άκουσε ο μαγαζάτορας και αποκρίθηκε.
– Άκου να σου πω νεαρέ μου. Καμιά εποχή δε θα σου άρεσε, γιατί κάθε εποχή
έχει τις δικές της ανάγκες, τα δικά της υπέρ και τα δικά της κατά. Η ανάγκη γεννάει την αλυσίδα αυτή και η ανάγκη την κάνει ένα μ’ εσένα. Κανένας άνθρωπος δεν είναι ευχαριστημένος με την ζωή του. Όλοι φτιάχνουν τον δικό τους κόσμο. Ίσως έτσι ξεφεύγουν. Ίσως πάλι προσαρμόζονται. Ζήσε την εποχή σου τώρα. Σ’ αυτή την κοινωνία ζεις μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Φτιάξε τη ζωή του θέλεις μέσα από εσένα.
Ακούστηκε ένα κουδούνι στ’ αυτιά του νεαρού. Συνέχισε ο μαγαζάτορας.
– Εγώ μπορώ να σου δώσω συμβουλές και να σου πω τι να κάνεις, αλλά δεν
πρέπει. Εγώ το βιβλίο αυτό το διάβασα και φτάνω στις τελευταίες σελίδες.
Εσύ διψάς να διαβάσεις την πλοκή. Θέλεις να κάνεις πράγματα και θα πρέπει να τα κάνεις. Σωστό ή λάθος, ποτέ δεν θα μάθεις.
Ξαναχτύπησε το κουδούνι. Ο νεαρός είπε..
– Μα τι κουδούνι είναι αυτό;
Τον κοίταξε ο μαγαζάτορας..
– Ποιο; είπε…
– Αυτό το κουδούνι. επέμεινε ο νεαρός..
– Δεν ακούω τίποτα. συνέχισε ο μαγαζάτορας. Ψάξε την δική σου ελευθερία. Ο
Δρόμος έχει ανοίξει, περπάτησέ τον.
Το κουδούνισμα ακούστηκε πάλι και πάλι και πάλι. Μια φωνή γυναικεία ακούστηκε..
– Νεαρέ, νεαρέ, νεαρέ, παρακαλώ τι θα πάρετε;
Μια δεσποινίδα μ’ ένα στραβό καπέλο και πάνω γραμμένο το λογότυπο του fast food, με ξινισμένο πρόσωπο λόγω του πρωινού ωραρίου της και αγχωμένη λόγω της πολυκοσμίας που επικρατούσε. Ο νεαρός σκέφτηκε, “Δεν είναι δυνατόν να βρίσκομαι εγώ σ’ αυτό τον χώρο. Εγώ περπατούσα έξω, παρέα με τον μαγαζάτορα, αναπολώντας το παρελθόν. Αρχίζω να πιστεύω ότι είμαι τρελός. Μάλλον θα πρέπει να κόψω τα ηρεμιστικά.”
– Μα εγώ ήμουν κάπου έξω.
– Έξω; αποκρίθηκε η κοπέλα. Τι θα πάρετε κύριε; Περιμένει κι άλλος κόσμος στην ουρά.
– Έναν καφέ, αποκρίθηκε.
Κάθισε στην καρέκλα του, έβγαλε το βιβλίο του Φιτζέραλντ και συνέχισε το καινούργιο κεφάλαιο.
Υ.Γ. Ευχαριστώ θερμά τον κύριο Σάββα Ναλμπάντη για τις συμβουλές,καθώς μερικά λόγια από μια συζήτηση που είχαμε μπήκαν στο κείμενο. Εύχομαι κάθε ταξίδι του να είναι μια νέα αρχή. Το κείμενο γράφτηκε στο καφέ του. Ευχαριστώ επίσης θερμά τον δημοσιογράφο Ηρακλή Κακαβάνη για το χρόνο που αφιέρωσε να ρίξει μια ματιά στο κείμενο.