Σ’ αυτό το σπίτι δεν μπαίνει ποτέ φως. Σ’ αυτό το σπίτι ο χρόνος σταμάτησε πριν δέκα χρόνια. Όλοι ξέρουν τι συνέβη, αλλά κανείς δε μιλάει. Ο χρόνος πέρασε, τα σάρωσε όλα. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο. Όταν η σιωπή γίνεται κραυγή, τρομάζει, βαριανασαίνει. Καθώς το κουβάρι του χρόνου ξεδιπλώνεται κανείς δεν μένει ίδιος.
Ο Άγγελος είναι πια 21 χρονών, τελειόφοιτος στον κλάδο της Εφαρμοσμένης Πληροφορικής. Στα μάτια του φαίνεται η σπιρτάδα και τα όνειρα που έχει κάθε νέος. Πάλεψε μόνος του με το «λιοντάρι» που λέγεται ζωή και τα κατάφερε καλά. Δημιούργησε ένα νέο «κόσμο» μέσα από τις στάχτες.
Μέρες σκεφτόταν το «ραντεβού» με το παρελθόν του. Ήταν κάτι που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Έφτασε στην οδό Σόλωνος 83. Τα μάτια του πέσανε στα δέντρα που έριχναν τα φύλλα τους σαν κάτι να τέλειωνε και περίμεναν μια νέα αρχή. Προχώρησε προς την αυλόπορτα… «Και πάλι εδώ λοιπόν. Πέρασε καιρός, αλλά οι μνήμες μου έρχονται… και ξανάρχονται! Γιατί σ’ εμένα; Εδώ έπαιξα πρώτη φορά ποδόσφαιρο, εδώ ήταν που μ’ αγκάλιασε η μητέρα μου και μου ψιθύρισε ‘’ Όλα καλά θα πάνε’’. Τελικά το παρόν σε σκοτώνει πιο γρήγορα. Ο χρόνος μοιάζει με κουκούτσι που το έχεις καταπιεί, που όσο κι αν προσπαθείς να βήξεις αυτό κολλάει πάντα και σου καίει τον λαιμό και θέλεις να βήξεις με όλη σου την δύναμη να βγει από μέσα σου».
Ένα χέρι του χτύπησε την πλάτη διακόπτοντας τις σκέψεις του και επαναφέροντάς τον απότομα στην πραγματικότητα, σαν κάποιος να τράβηξε απότομα το χειρόφρενο. Όπως γύρισε να τον κοιτάξει, αντίκρισε έναν κοντό άντρα, με πρόσωπο σπασμένο, ήταν εμφανή πάνω του τα σημάδια του χρόνου. Ο χρόνος του είχε φερθεί μάλλον καλά, γέρασε, αλλά είχε ακόμα μια παράξενη γοητεία…
– Ποιος είσαι εσύ;
– Καλημέρα σας, ψάχνω τον κύριο Νεκτάριο.
– Γιατί, τι τον θες;
– Δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον συμβολαιογράφο του και μου είπε να περάσω από την παλιά μου κατοικία.
Το βλέμμα του άγνωστου ανθρώπου άστραψε.
– Άγγελε, εσύ είσαι;
– Μάλιστα, Άγγελος Δέλιος.
– Μεγάλωσες πια, ολόκληρος άντρας. Ψήλωσες, ένα αντράκι. Εγώ είμαι ο Νεκτάριος. Τόσο πολύ άλλαξα πια; Δεν γέρασα τόσο.
– Όχι, όχι, καθόλου κύριε Νεκτάριε. Είχα την υποψία ότι ήσασταν εσείς, αλλά βλέπετε δεν ήμουν σίγουρος.
Προσπάθησε να τα μπαλώσει, αλλά το κόκκινο χρώμα στα μάγουλά του πρόδιδε την αμηχανία του. Η κουβέντα τους όμως έγινε οικεία και εύθυμη . Μιλήσανε μέχρι και για τα μαθήματα πιάνο που του έκανε όταν ήταν μικρός.
– Καλέ μου Άγγελε, θυμάσαι που σου μάθαινα πιάνο;
Γέλασε με όλη του την ψυχή ο Άγγελος.
– Δεν ξεχνιούνται αυτά κύριε Νεκτάριε. Πώς το έλεγαν το κομμάτι αυτό να δείτε; Let’s….;
Αυτή την φορά γέλασε ο Νεκτάριος.
– Let’s do it, Άγγελε, Let’s do it. Πάντα το μπέρδευες αυτό το κομμάτι. Είναι του σπουδαίου Αμερικανού πιανίστα Cole Porter. Έζησε και μια εποχή στο Παρίσι.
Ο Άγγελος τον έπιασε από τον ώμο και άρχισε να το σιγοτραγουδάει, σαν να ταξίδεψε στο παρελθόν.. ‘’Let’s do it, let’s fall in love….’’ Θυμήθηκε τον ήχο από τα πλήκτρα του πιάνου, και τον Νεκτάριο να κάθεται δίπλα του πιάνοντας τα χέρια για να του δείξει τις σωστές νότες. Ο Νεκτάριος τον αγκάλιασε με όλη του την δύναμη και τον ξύπνησε από το παρελθόν που μύριζε βροχή. Του ψιθύρισε στο αυτί και του είπε.. «Ήρθε η ώρα, Άγγελέ μου. Όλοι ξέρουμε τι συνέβη. Αλλά πρέπει να το αντιμετωπίσεις. Η μητέρα σου σ’ αγαπούσε πολύ. Ήσουν η παρηγοριά της. Κάθε βράδυ προσευχόταν να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Αυτά είναι τα κλειδιά του σπιτιού. Δεν το νοίκιασε ξανά κανείς, ποτέ. Άγγελε, είχαμε να βρεθούμε δέκα ολόκληρα χρόνια, αλλά σ’ αγαπάω σαν παιδί μου. Βλέπεις, ο Θεός δεν με αξίωσε να κάνω παιδιά, ούτε καν να παντρευτώ. Το δώρο μου είναι να σου αφήσω το σπίτι. Ίσως εσύ θα μπορέσεις ν’ αλλάξεις αύρα του. Ξέρω ότι φαίνεται τρελό που σου το αφήνω, αλλά θέλω να έχεις κάτι από εμένα, κάτι που θα σε βοηθήσει στη συνέχεια της ζωής του».
Ο Άγγελος χαμήλωσε το βλέμμα του, έβγαλε ένα τσιγάρο και το έβαλε στο στόμα του. Άρχισε να ψάχνει τον αναπτήρα του, αλλά τον είχε ξεχάσει. Βλέποντάς τον να ψάχνει τον αναπτήρα, έβγαλε ο Νεκτάριος τον δικό του και του το άναψε. Τράβηξε μια γερή ρουφιξιά, έβγαλε τον καπνό με ορμή και είπε.. « Ξέρεις τι μου ζητάς τώρα; Όλα αυτά τα είχα σβήσει από την μνήμη μου εδώ και καιρό. Ούτε τ’ όνομά του δεν θέλω να ξεστομίσω. Κάθε βράδυ κλάματα κύριε Νεκτάριε. Την χτυπούσε συνέχεια, μ’ ακούς; Την χτυπούσε λες και ήταν σάκος από άμμο. Και εγώ ν’ ακούω, ν’ ακούω. Να κάθομαι στο πάτωμα και να κουνιέμαι πέρα δώθε. Και να της φωνάζει ‘’Σκάσε, μη μιλάς’’ Και να την χτυπάει και πάλι. Δεν μιλούσε ποτέ η κακομοίρα, ποτέ της. Και γνωρίζατε όλοι τι συνέβη, αλλά δεν βοήθησε ποτέ κανείς. Μια φορά μόνο προσπάθησε να πάρει τηλέφωνο στις ειδικές γραμμές κατά της κακοποίησης των γυναικών, αλλά δεν τόλμησε να μιλήσει. Δεν είχε τη δύναμη. Ντρεπόταν γι’ αυτό που ήταν, ντρεπόταν που δεν έκανε τίποτα. Κάθε βράδυ ερχόταν στο κρεβάτι μου και ψιθύριζε ‘’ Άγγελέ μου, όλα καλά θα πάνε, μην φοβάσαι. Ο μπαμπάς έχει προβλήματα με την δουλειά.’’ Ήταν και το ποτό. Αυτό ο διάολος που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε αγρίμια. Κανείς δεν βοήθησε ποτέ, κανείς….»
Ο Νεκτάριος κατέβασε το κεφάλι, έκρυψε την ντροπή του. Ήθελε να χώσει το κεφάλι του μέσα στη γη, όπως οι στρουθοκάμηλοι. Όμως ήταν ειλικρινής «Τι δειλοί που μοιάζουν οι άνθρωποι. Δεν ενδιαφέρονται αν τους έχουν ανάγκη. Βρε, στο σπίτι μου είναι; Τι με μέλει εμένα; Έχω την οικογένειά μου, γιατί να ενδιαφερθώ; Εγώ όμως δεν είχα τίποτα. Φοβόμουν, δεν μπορούσα να πάρω θέση.»
Ο Άγγελος τον διέκοψε..
– Φέρτε μου τα κλειδιά, είναι η ώρα.
– Είσαι σίγουρος;
– Σίγουρος όσο ποτέ. Εδώ πέρασα την παιδική μου ηλικία. Η μητέρα μου έκανε τον δικό της αγώνα. Κουβάλησε τον σταυρό της μέχρι που δεν άντεξε.
– Με συγχωρείς αγόρι μου.
– Δεν χρειάζεται πια κύριε Νεκτάριε. Ακόμα σιχαίνομαι τ’ όνομα αυτό…Στέλιος. Με τρομάζει και μόνο η σκέψη. Πάμε λοιπόν.
– Θα σε συνοδέψω αγόρι μου μέχρι πάνω.
– Δεν θα ήθελα να ήμουν μόνος.
Άνοιξαν την εξώπορτα της πολυκατοικίας. Ο Νεκτάριος τον έπιασε από τον ώμο. Κάλεσαν το ασανσέρ, αλλά ο Άγγελος άλλαξε γνώμη.
– Προτιμώ με τα σκαλιά.
– Αγόρι μου, όπως θες. Είσαι αρκετά νέος ακόμα, αλλά εγώ δεν αντέχω. Θα μου επιτρέψεις ν’ ανέβω με το ασανσέρ.
– Ναι, όπως θέλετε. Μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε τον αναπτήρα σας;
– Ναι αγόρι μου, πάρ’τον.
Έμεινε μόνος του, στον δικό του γολγοθά. Έβαλε ακόμα ένα τσιγάρο στο στόμα του. Το άναψε.. Στην πρώτη ρουφιξιά θυμήθηκε τη φράση «Άγγελέ μου, όλα καλά θα πάνε». Στη δεύτερη θυμήθηκε τον Στέλιο να έχει αρπάξει από τα μαλλιά την μητέρα του και να την χτυπάει στο νεροχύτη. Στην τρίτη έβηξε και πέταξε το τσιγάρο με δύναμη στα σκαλιά. «Γαμημένο τσιγάρο». Άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά. Τα χέρια του άρχισαν να ιδρώνουν, η καρδιά του χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα. Έφτασε στον πρώτο όροφο και κατάλαβε ότι πατούσε τα κορδόνια του. Σιγομουρμούρισε, «Λες και εγώ να είμαι σαν αυτόν;» Άρχισε να βήχει με μανία. Το «κουκούτσι» ήθελε να βγει. Έβαλε το χέρι του μπροστά στο στόμα και δυνάμωσε το βήμα του. Έφτασε γρήγορα στον τρίτο, αντίκρισε ένα μικρό παράθυρο που ήταν ανοιχτό και η βροχή έπεφτε στα σκαλιά. Πήγε κοντά στο παράθυρο και έβγαλε το κεφάλι του έξω, με τις σταγόνες να στολίζουν το πρόσωπό του. «Ένας όροφος ακόμα, ένας ακόμα. Το παρελθόν μου γίνεται παρόν και το παρόν σκόνη στον αιθέρα». Τα τελευταία δέκα σκαλιά, όσα και τα χρόνια που έλειπε από το σπίτι, του φάνηκαν αιώνας. Άρχισε να τ’ ανεβαίνει πιο γρήγορα. Δεν ήθελε να σκέφτεται. Όχι άλλες λεπτομέρειες, ήθελε να το αποφύγει. Η ματιά του έπεσε στο βάθος που περίμενε ο Νεκτάριος. Τα χείλη του άρχισαν να φτιάχνουν γράμματα και τα γράμματα έγιναν φράση.
– Φτάσαμε λοιπόν, κύριε Νεκτάριε. Αυτό θα το κάνω μόνος μου.
– Αν θέλεις θα περιμένω απ’ έξω.
– Ναι, θα είναι καλύτερα.
Του έδωσε τα κλειδιά και τα τοποθέτησε στην κλειδαρότρυπα. Η πόρτα άνοιξε και μαζί ξετυλίχτηκε και το παρελθόν του. Σκοτάδι βουτηγμένο στο σάπιο παρελθόν. Τα πόδια του κόλλησαν στο έδαφος. Κοίταξε το χώρο που έμοιαζε πνιγμένος. Τα έπιπλα καλυμμένα με λευκά σεντόνια και η σκόνη να μαρτυράει το παραμελημένο σπίτι. Κοίταξε τους πίνακες που υπήρχαν, σαν ο χρόνος να γέρασε σε αυτό το χώρο. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ξεπήδησε το παρελθόν, όπως το φως που τρυπάει στις χαραμάδες. Άκουσε τη φωνή της μητέρας του….
– Στέλιο, το φαί είναι έτοιμο, φώναξε τον Άγγελο.
– Πάνε εσύ μωρέ. Όλη τη μέρα σπίτι είσαι. Εγώ τρέχω για όλα, κουνήσου.
Η Δανάη πήγε να φωνάξει τον Άγγελο.. «Γλυκέ μου, τρώμε». Άριχσε να φωνάζει και ο πατέρας..
– Άντε ρε, τέλειωνε γαμώτο!
– Τώρα Στέλιο μου, τώρα.
– Αϊ στο διάολο πια..!
Ο μικρός Άγγελος είχε φάει αρκετά στο σχολείο, παρέα με την Άννα. Η Δανάη έτρεξε στον Στέλιο για να του βάλει φαγητό.
– Τι έχουμε για φαί;
– Έκανα φασόλια.
– Έρχομαι από την δουλειά κουρασμένος και έχει φασόλια μωρέ; Πώς θα με κρατήσει;
– Μα δεν μου άφησες λεφτά..
– Σκάσε, ηλίθια. Τίποτα δεν κάνεις..
Και πέταξε το πιάτο με δύναμη στο πάτωμα….
– Μαλακισμένη, ε μαλακισμένη. Θα πάω έξω να φάω, χέσε με. Άντε μάζεψέ τα από το πάτωμα. Γρήγορα σου λέω.
– Τώρα Στέλιο μου, τώρα.
Έσκυψε και άρχισε να μαζεύει το φαγητό. Ο Στέλιος πήρε το μπουφάν του και με τα πόδια του την έκανε στην άκρη. «Κάνε στην άκρη γαμώτο, θέλω να περάσω. Μαλακισμένη, ε μαλακισμένη». Έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Ο Άγγελος βγήκε από το δωμάτιό του και είπε
– Μαμά, έφυγε;
– Ναι παιδί μου..
(Συνεχίζεται….)
Υ.Γ. 1) Σύμφωνα με στατιστικές μελέτες – Μία στις τέσσερις γυναίκες θα βιώσουν κάποια μορφή κακοποίησης κάποια στιγμή στη ζωή τους
– Ο ξυλοδαρμός είναι ο πρώτος παράγοντας σωματικής βλάβης στις γυναίκες μεταξύ 15 και 44 ετών
– Κάθε 15 δευτερόλεπτα μια γυναίκα κακοποιείται σωματικά
2) Ευχαριστώ θερμά για άλλη μια φορά τον δημοσιογράφο Ηλία Κακαβάνη για την βοήθεια και τις διορθώσεις στο κείμενο, καθώς και την Βασιλεία για το σκίτσο.
Καλή Πρωτοχρονιά με ελπίδες, όχι για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά για περισσότερο αξιοπρεπείς ανθρώπους.