Λολίτα: “Λολίτα, φως της ζωής μου, φλόγα των λαγόνων μου, αμαρτία μου, ψυχή μου”. Οι πρώτες αράδες του βιβλίου που στιγμάτισε την λογοτεχνική ωρίμανση ενός ολόκληρου αιώνα. Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ αφηγείται αισθαντικά και με περίσσιο λυρισμό την ιστορία του παιδόφιλου Χάμπερτ Χάμπερτ, ο οποίος ερωτεύεται και συνάπτει σχέση με την δωδεκάχρονη κόρη της νεκρής συζύγου του.
Το θέμα εμφανώς ταμπού, ειδικά για τα δεδομένα της εποχής. Ο Ναμπόκοφ χρειάστηκε να αποτανθεί σε πληθώρα εκδοτών, πριν το βιβλίο καταλήξει να εγκριθεί. Τελικά εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1958 στο Παρίσι και τρία χρόνια αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θεωρήθηκε αισχρό, πορνογραφικό και “επικίνδυνο”. Σε έναν κόσμο, που ο ψυχρός πόλεμος μάστιζε την συνείδηση της εποχής και το καινοτομικό Rock n Roll χαρακτηριζόταν ως διαφθορέας εφήβων, η λογοτεχνία δεν είχε καλύτερη τύχη.
Το πρόβλημα ήταν -και εξακολουθεί να είναι για όσους κρίνουν το βιβλίο επιφανειακά- ότι οι άνθρωποι πάντα διέθεταν την βλαβερή συνήθεια να συγχέουν την τέχνη με την πραγματικότητα, ενώ υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ τους, τόσο ώστε τέχνη και ζωή να καταλήγουν παράλληλοι κόσμοι. Ο Ναμπόκοφ δεν προσπαθεί να καθαγιάσει την παιδοφιλία, όπως φωνασκούν οι γραφικοί. Αυτό που κάνει, είναι να μεταφέρει αριστουργηματικά την τραγικότητα μιας ερωτικής ιστορίας. Το βιβλίο, άλλωστε, είναι υπόδειγμα λογοτεχνίας: παιγνιώδης γραφή, καλειδοσκοπικές προσεγγίσεις, δροσερές πλημμύρες μιας καλά επιμελημένης διακειμενικότητας ανάλογης του Τζέιμς Τζόις, άψογα δουλεμένα μοτίβα. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν οδηγό συγγραφής, για ένα θαυμαστό πρότυπο αφήγησης. Η Λολίτα χαρακτηρίζεται πλέον επάξια, ως ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, βρίσκοντας, έστω και καθυστερημένα, τη θέση που της αξίζει.
Μαντάμ Μποβαρύ: Πρόκειται για την ιστορία της Έμμας, μιας μικροαστής, που εξαιτίας της συζυγικής της ανίας καταφεύγει σε σωρεία εξωσυζυγικών σχέσεων. Ας εξετάσουμε όμως λίγο τα δεδομένα: “Η ποίηση είναι μια ακριβής επιστήμη, όπως η γεωμετρία” αποφαίνεται ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, συγγραφέας του πολύκροτου αυτού μυθιστορήματος. Με αυτό εννοούσε, πως ο ποιητής και γενικά ο συγγραφέας δεν είναι ένα πλάσμα έρμαιο της έμπνευσης και του τυχαίου συναισθηματισμού, όπως τον παρουσιάζουν οι αφελείς, αλλά ένας ασίγαστος επεξεργαστής, που δουλεύει την ιδέα μέχρι να την μορφοποιήσει, όπως την οραματίστηκε. Η σκληρή του δουλειά αποτυπώνεται στα μεγάλα χρονικά διαστήματα που καταπιανόταν με τη συγγραφή του εκάστοτε βιβλίου (σε αντίθεση με αρκετούς συγγραφείς του σήμερα, που λόγω προχειρότητας και έλλειψης συγγραφικού ιδεώδους παράγουν σε σύντομο χρονικό διάστημα πληθώρα μέτριων έργων).
Το μεστό νόημα του άριστα δουλεμένου κειμένου του, η νωθρότητα και η αδιαφορία με την οποία ντύνει τους ήρωες του -συνηθισμένους ακριβώς για να θίξει τον καθένα από εμάς- είναι τα σημεία που εξηγούν το γιατί το βιβλίο αυτό πέρασε από δικαστική διαμάχη, παρά το ότι ο Φλωμπέρ δεν χρησιμοποιεί τολμηρή γλώσσα, ούτε καταπιάνεται με ένα θέμα που είναι ιδιαίτερα σοκαριστικό, ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής. Αυτό που ενόχλησε, εντέλει, την κοινή γνώμη είναι η πένα-νυστέρι του συγγραφέα, που καταγράφει στυγνά και χωρίς συναισθηματισμούς την υποκρισία και την ανουσιότητα της μικροαστικής ζωής. Το βιβλίο κατέληξε σε δίκη για αυτά που υπονοεί και όχι για αυτά που λέει.Το ύφος του Φλωμπέρ είναι μνημειώδες για τον ρεαλισμό του, ενώ η τεχνοτροπία ολόκληρου του βιβλίου εγκαινιάζει ουσιαστικά το σύγχρονο μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε αρχικά σε περιοδικό της εποχής το 1856 σε συνέχειες, ενώ έναν χρόνο αργότερα, μετά την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου, κυκλοφόρησε ολοκληρωμένο σε κανονική έκδοση.
Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ: Το μυθιστόρημα του Ντ. Χ. Λώρενς καταπιάνεται με την παράνομη σχέση της λαίδης Τσάτερλυ με τον δασοφύλακα Μέλορς. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1928 σε λογοκριμένη έκδοση λόγω των τολμηρών σεξουαλικών περιγραφών για τις περιπτύξεις μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Σε μη λογοκριμένη έκδοση εκδόθηκε 32 χρόνια μετά, το 1960, ενώ και τότε οι εκδότες αντιμετώπισαν νομικές διαμάχες. Παρά το ότι το βιβλίο δεν είναι αριστούργημα (ο Λώρενς έχει πολύ καλύτερα δείγματα γραφής) σίγουρα δεν αποτελεί πορνογραφία, χαρακτηρισμό που του προσήγαγαν οι κριτικοί της εποχής. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο Λώρενς κατονομάζει ρεαλιστικά πράξεις και στοχεύει στην ανάδειξη της ολοκληρωτικής ένωσης των δύο εραστών, αγνοώντας τις κοινωνικές αντιθέσεις. Και αυτό, παρά τα ελαττώματα του βιβλίου, το επιτυγχάνει αδιαμφισβήτητα.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως κοινό σημείο των παραπάνω περιπτώσεων, δεν ήταν η τολμηρή γλώσσα ή η επιτηδευμένη πρόκληση, αλλά η πρωτοτυπία στην διατύπωση της τέχνης και η αποκάλυψη αληθειών, που ξένισαν αντιλήψεις δομημένες σε συμπλέγματα και παλαιολιθισμό, για αυτό και πολεμήθηκαν με μένος.
Η λίστα των βιβλίων -είτε λογοτεχνικών, είτε επιστημονικών- τα οποία είχαν την ίδια μοίρα και στιγματίστηκαν ως “επικίνδυνα”, είναι μακρά. Η πολεμική που τους ασκήθηκε αποτελούσε γέννημα θρέμμα μιας απαρχαίωμενης ηθικιστικής θρησκευτικότητας αλλά και της ανετοιμότητας της κοινής γνώμης να αγκαλιάσει την πνευματική καινοτομία, καθώς τα έργα αυτά έθιγαν με μαεστρία την περιορισμένη αντίληψη της μάζας, την καθεστηκυία τάξη, την λανθασμένη αντίληψη. Διαφορετικές εποχές, με κοινό σημείο την ανώφελη έξαρση του επικριτικού κατεστημένου, που εμπόδισε σταθερά -και σε πολλές περιπτώσεις εμποδίζει ακόμα- την ελεύθερη διακίνηση της τέχνης και των ιδεών.