Θα έκανε μια νέα αρχή. Το όφειλε στον εαυτό του. Είχε ξοδέψει πολλά χρόνια στην ανυπαρξία. Γιατί, ανυπαρξία ήταν το να έχει χάσει τον εαυτό του. Ναι, όφειλε να ζήσει στιγμές. Εκείνες, που οι κολασμένες σκέψεις του ρουφούσαν και τον άφηναν αποστραγγισμένο. Για να γίνει αυτό, όμως, έπρεπε να αποδεσμευτεί από το παρελθόν. Δέκα χρονών ήταν όταν τον μάζεψαν από το ίδρυμα και τον μετέφεραν στην κλινική. Μόνο δέκα. Σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, αυτή ήταν η γνωμάτευση. Αυτά τα θυμόταν. Το πριν, δεν θυμόταν. Εκείνο, που τον έκανε να σαλεύσει.
Οι συρόμενες θύρες άνοιξαν. Ο σταθμός ήταν σκοτεινός. Οι περισσότερες λάμπες ήταν σπασμένες και όσες λειτουργούσαν, το λιγοστό φως τους δεν επαρκούσε να φωτίσει όλη την αποβάθρα. Οι περισσότεροι από τους συνταξιδιώτες του, είχαν ήδη αποχωρήσει. Μονάχα, ένας γέρος ήταν καθισμένος στα καθίσματα αναμονής και περίμενε, στηρίζοντας τα χέρια του πάνω σε μια μαγκούρα. Δεν ήταν στο δικό του βαγόνι. Θα τον θυμόταν. Το πρόσωπό του ήταν σημαδεμένο. Ήξερε να ξεχωρίζει τους σημαδεμένους ανθρώπους, σαν κι αυτόν.
Τον πλησίασε και κάθισε, αφήνοντας μια θέση κενή ανάμεσά τους. Να ήταν αυτός; Έβγαλε το χαρτάκι από την τσέπη και το ξετύλιξε αργά, θαρρείς και του έδινε χρόνο να το προσέξει. Μα, εκείνος, δεν κούνησε ούτε βλέφαρο.
Βαριά βήματα αντήχησαν στο γρανιτένιο δάπεδο και έστρεψαν αλλού την προσοχή του. Στην αρχή του στεγάστρου, κάτω ακριβώς από τον μεταλλικό φορέα, ξεπρόβαλε μέσα από το σκοτάδι μια λυγερόκορμη φιγούρα. Φορούσε καμπαρντίνα, που έφτανε ίσα με τους αστραγάλους και είχε μια παγωμένη έκφραση στο πρόσωπο, όμοια με πορσελάνινης κούκλας. Κοντοστάθηκε λίγα βήματα αντίκρυ. Στην αρχή, κοίταξε τον γέρο. Έπειτα, το βλέμμα του μετακινήθηκε σε εκείνον.
Αυτός ήταν! Δεν υπήρχε αμφιβολία. Έμοιαζε με παλιόμουτρο. Όχι, ότι εκείνος ήταν της αφρόκρεμας… Τούτος εδώ, όμως…
Στάθηκε στα πόδια του. Τώρα, ήταν στα ίσα τους. Σήκωσε το χέρι και του έδειξε το σημείωμα. Εκείνος, τον περιεργάστηκε για λίγο και έπειτα κούνησε το κεφάλι του, επιβεβαιώνοντάς τον. Τον ακολούθησε κάτω, στην υπόγεια διάβαση, που χώριζε την πόλη σε δυο πλευρές. Ακριβώς απέξω, τους περίμενε ένα ακριβό αυτοκίνητο. Ένας άντρας βγήκε από την θέση του οδηγού και άνοιξε την πόρτα. Για μια στιγμή, δίστασε. Αλλά, ήταν μονάχα για μια στιγμή. Δεν λογάριαζε από φόβο.
Το γυαλιστερό αυτοκίνητο πάρκαρε έξω από ένα μεγάλο παλιό οίκημα. Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του. Το είχε αναγνωρίσει. «Τι κάνουμε εδώ;» Γύρισε και τον κοίταξε, απαιτώντας να μάθει.
Ο άντρας άνοιξε την πόρτα και του άφησε χώρο να κατέβει. Στηρίχτηκε στη σιδερένια πόρτα και χαμήλωσε λιγάκι το κεφάλι πριν μιλήσει, σάμπως κάποιο βάρος εμπόδιζε τον λαιμό να το στηρίξει. «Φαντάζομαι, σου είναι γνώριμο αυτό το μέρος».
«Πού θες να καταλήξεις;» Δεν του ήταν εύκολο να το ξαναβλέπει. Ο πόνος ξυπνούσε και του ξέσκιζε τα σωθικά.
«Ήθελες απαντήσεις. Απόψε, θα τις έχεις». Τώρα, ο άντρας τον κοιτούσε αποφασιστικά.
«Και πού ξέρεις ότι ψάχνω για απαντήσεις;», είπε εκείνος ειρωνικά.
«Αν όχι, δεν θα ήσουν εδώ». Το βλέμμα του άλλαξε. Μαλάκωσε. «Ξέρεις…», σταμάτησε για λίγο, «μόνο όταν νιώσεις πόνο, αρχίζεις και γιατρεύεσαι. Εγώ, γιατρεύτηκα. Σειρά σου τώρα».
Δεν είχε αποφασίσει αν ο άντρας έστεκε στα καλά του. Ειρωνία, ακόμα και γι΄αυτόν. Να στηρίξει τις ελπίδες πάνω σε έναν άλλον τρελό.
«Άκου», συνέχισε ο άντρας. «Όταν πληροφορήθηκα τι επρόκειτο να συμβεί, κόντεψα να πεθάνω. Μα, αρματώθηκα με πείσμα. Όχι, είπα. Θα τον βρω, μονάχα για να του δείξω πως υπάρχει το αύριο. Πως τις οικεγένειες δεν τις χωρίζουν με το έτσι θέλω».
«Τι είναι αυτά που μου τσαμπουνάς;»
«Αυτός που σου έβαλε το σημείωμα στην τσέπη πριν δέκα χρόνια, είμαι εγώ».
«Ποιο σημείωμα, αυτό;» Έκανε να το βγάλει. «Αυτό μου το έδωσαν απο την κλινική, φεύγοντας. Κάποιος το έστειλε».
«Κανείς, δεν το έστειλε. Το κουβαλούσες πάνω σου, όταν μπήκες εκεί μέσα».
Ένιωσε να ζαλίζεται. Οι αμυδρές εικόνες του προσώπου ενός άλλου, μεγαλύτερου, παιδιού που έχωνε στην τσέπη του παιδικού του παντελονιού ένα χαρτί, λίγα λεπτά πριν δύο άγνωστα χέρια τον τραβήξουν μακριά, σφυροκοπούσαν το κεφάλι του. Ήταν δυνατόν; Τα πόδια του έτρεμαν. Δεν μπορούσε πια να σταθεί όρθιος. Γονάτισε. Μαζί του και ο άντρας. Έμειναν να στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Η τελευταία αγκαλιά που τόσο βίαια χώρισε με τη μεταφορά του ενός σε ανάδοχη οικογενεια και του άλλου σε ψυχιατρική κλινική, είχε έρθει πάλι τώρα, να γεμίσει τα τόσα χρόνια κενού, με στιγμές και παρουσία.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ:
Αναχωρώ, μονάχα για λίγο. Ο σταθμός 7, θα σου δώσει τις απαντήσεις που ζητάς. Μόλις κλείσεις τα 18, κάθε γενέθλια μέρα σου, θα σε περιμένω εκεί, μέχρι να σε συναντήσω.
4 Comments
likrati
Πετυχημένη και απρόσμενη η συνέχεια. Μπράβο!!
marilena
Σε ευχαριστώ πολύ, likrati!!! Χαίρομαι που σου άρεσε!
sm
Δυνατό! Πολύ όμορφα δοσμένη ιστορία.
+1
marilena
Ευχαριστώ πολύ! Με βοηθάτε με τα καλά σας λόγια! 🙂