Πέρασε τη σκουριασμένη καγκελόπορτα. Η υγρασία είχε ποτίσει το σίδερο και κομμάτια σκουριάς ξέμειναν στην παλάμη του. Τα σκούπισε στη φόρμα και προχώρησε. Μόλις πάτησε στο πλατύσκαλο, τα πόδια του μπουρδουκλώθηκαν στα φυτά που είχαν πλέξει το σώμα τους αναμεταξύ τους. Δεν θυμόταν άλλοτε, να είχαν ξεπεταχτεί τόσο πολύ από το χώμα. Αλλά τώρα, είχαν χάσει το πράσινο χρώμα τους και είχαν μια απόχρωση ωχρού κίτρινου.
Περπάτησε στον τσιμέντενιο διάδρομο και έφτασε στο χαμηλό μπαλκόνι. Ήταν γεμάτο χώματα και λάσπη. Κάποτε, ήταν γεμάτο λουλούδια. Ήταν γεμάτο μυρωδιές και χρώματα. Και τώρα, μύριζε εγκατάλειψη. Πεσμένες βάσεις από γλάστρες και σπασμένα κομμάτια πλαστικού, ήταν διασκορπισμένα ανάλογα με την όρεξη του αέρα.
Έσκυψε το κεφάλι. Πήρε τον δεξί διάδρομο και πέρασε ακόμα μια σιδερένια πόρτα. Αυτή, χώριζε τον πίσω κήπο του σπιτιού με τον μπροστά και συνήθως ήταν κλειδωμένη, μα τώρα ήταν ορθάνοιχτη. Πέρασε τα χαμηλά τζαμάκια αριστερά του και το παρτέρι με τις τριανταφυλλιές δεξία. Ήταν μαραμένες.
Έστριψε αριστερά και κατέβηκε τα σκαλοπάτια που τον έβγαζαν στην πόρτα του υπόγειου. Ήταν παράξενο να υπάρχει ένα ολόκληρο σπίτι από πάνω, με τα όλα του, και να προτιμά κάποιος να μένει εκεί. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε.
Η μυρωδιά καμένου ξύλου τον χτύπησε κατευθείαν στα ρουθούνια. Το δωμάτιο ήταν ζεστό. Ήταν μικρό και έτσι το τζάκι κατάφερνε να ζεστάνει όλον τον χώρο. Αριστερά του, ήταν μια μικρή κουζίνα που την αποτελούσε ο νεροχύτης, το ψυγείο και ο φούρνος. Στη μέση του δωματίου ήταν η κολώνα και ακριβώς πίσω ένα μεγάλο τραπέζι. Από την μπροστά πλευρά της, υπήρχε ένα ακόμα ξύλινο τραπέζι με ακουμπισμένα περιοδικά και εφημερίδες, με τα νέα μιας άλλης εποχής, καλύτερης. Έκανε μερικά βήματα μπροστά, ώστε να σταθεί δίπλα από το κρεβάτι τους. Το διπλό κρεβάτι ήταν κολλημένο στον τοίχο, ακριβώς δίπλα από το τζάκι στη γωνία.
Ένα κεφαλάκι ξεπρόβαλε διστακτικά από τα σκεπάσματα. Τα άσπρα της μαλλιά, πλαισίωναν το απο τα χρόνια βασανισμένο της πρόσωπο. Κάθε ζάρα ήταν και ένας χρόνος. Και μετρούσε πολλά από δαύτα. Της χαμογέλασε. Άγγιξε το μέτωπό της και τη χάιδευσε απαλά.
«Μάνα!» Η φωνή του έσπασε.
Τα μάτια της γύρισαν κατά το μέρος του και κατέβασε άλλη μια σπιθαμή προς τα κάτω τα σκεπάσματά της.
«Μάνα, με αναγνωρίζεις;»
Έμεινε ασάλευτη. Η σιωπή ήταν πιο ηχηρή και από τα λόγια. Για μια στιγμή, νόμισε πως όχι.
«Ο Κώστας είσαι», είπε με φωνή κουρασμένη. «Ο γιος μου».
«Ναι, μάνα! Αυτός είμαι!» Σκούπισε με το μανίκι του τα δάκρυα που είχαν ξεχυθεί από τα μάτια του.
Η κυρά Μαρία τον κοίταξε ακόμα μια φορά και έπειτα σκεπάστηκε.
«Μάνα, έχεις άλλο γιο;», της είπε.
Το κεφαλάκι της βγήκε πάλι δειλά. «Δεν ξέρω», είπε. «Έχω;»
«Έχεις μάνα. Αντρέα τον λένε», της αποκρίθηκε.
«Ναι, παιδί μου. Αντρέα, τον λένε», είπε και αυτή.
«Και ο άντρας σου πού είναι; Ξέρεις;»
«Όχι, πού είναι; Από το πρωί τον ψάχνω».
«Α ρε μάνα!», είπε με καημό. «Κάπου εδώ γύρω είναι. Μάλλον φτιάχνει τον κήπο, τώρα που εσύ δεν μπορείς».
«Ναι, παιδί μου. Τον πήρε το αυτί μου να σκαλίζει τις τριανταφυλλιές».
Το βλέμμα του πλανήθηκε στα τζαμάκια στον απέναντι τοίχο. Μπορούσε να δει το παρτέρι. Δεν ήξερε γιατί έριξε τη ματιά του κατά ’κει. Ίσως, από προσδοκία. Μα, όταν έχεις καλά τα μυαλά στο κεφάλι, δεν προσδοκάς να δεις αυτό που ξέρεις ότι δεν υπάρχει.
Γύρισε πάλι προς τη μεριά της. Τα μάτια της γυάλιζαν. Περίεργο πράγμα αυτό. Οι άνθρωποι όταν μεγαλώνουν μοιάζουν και αντιδρούν περισσότερο με παιδιά. Είχε γίνει ένα μικρό κουβάρι και προσδοκούσε να τον ακούσει να το λέει.
«Μάνα, λέω να φύγουμε από εδώ. Το έχω ήδη πει και στον γέρο και έχει συμφωνήσει. Λέει πως πρέπει να ’ρθείτε να μείνετε μαζί μας».
«Άμα έτσι λέει παιδί μου, εμένα δε μου πέφτει λόγος».
Τη σκέπασε και βγήκε στον κήπο. Έπρεπε να βρει την Όλγα, να της πει ότι θα σταματήσει. Ότι τώρα, θα αναλάβει εκείνος τη φροντίδα της. Χρόνια τώρα η κυρά Μαρία έπασχε από άνοια, αλλά με το χαμό του Μίμη, το κακό απόγινε. Τόσα χρόνια μαζί, όσα και αν τους χώριζαν στα νιάτα τους, στα γεράματα τούς ένωναν περιόσσότερο. Και ήταν άσχημο πράγμα να γερνάς χωρίς τον άνθρωπό σου. Όταν πέθανε ο γέρος του, οι σκιές ήρθαν και απλώθηκαν στο κεφάλι της μάνας του, μέχρι που έπαψε να θυμάται. Υπήρχαν όμως, εκείνες οι μικρές στιγμές που ήξερε τα πάντα. Και γι’ αυτές τις μικρές στιγμές, χανόταν έπειτα πιο βαθιά στην άβυσσό της. Ήταν ασφαλής εκεί.
Καθώς προχώρησε να βρει την Όλγα, έριξε ένα λοξό βλέμμα κατά το παρτέρι. Στάσου… θαρρείς πως πήρε το μάτι του, ένα μικρό μπουμπούκι! Ίσα που φαινόταν. Και όμως, ήταν αρκετό για να τον κάνει να χαμογελάσει. «Σε ευχαριστώ πατέρα», ψέλλισε.