Ο Χάρβεϊ έψαχνε τα γυαλιά του, εξοστρακίζοντας όποιο περιττό εμπόδιο βρισκόταν ανάμεσα σε εκείνον και το εύρημά του. Είχε ένα διαολεμένο άγχος. Ένα άγχος, που του στερούσε τη συγκέντρωση. Δεν ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος ντεντέκτιβ. Δεν ήταν διόλου γεροδεμένος, όπως άλλοι συνάδελφοί του. Ήταν αδύνατος, μεσαίου αναστήματος και μεγάλος σε ηλικία. Ωστόσο, δεν υστερούσε. Λογιζόταν ως αρκετά έμπειρος και με εύστροφο μυαλό. Ακολούθησε αυτή τη ζωή όταν σε ηλικία μόλις εννέα χρονών, εξαφανίστηκε ο μοναδικός του φίλος, χωρίς να βρεθεί ποτέ. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, μαζί με άλλες, ως ανεξιχνίαστη.
«Εύρηκα!», αναφώνησε. Σήκωσε από το πάτωμα τα μικρά μυωπικά του γυαλιά και κοιτώντας μέσα από τον φακό είπε: «Κανένα ράγισμα αυτή τη φορά». Στην πραγματικότητα η μυωπία του ήταν ανύπαρκτη. Εκείνος όμως, ήθελε να είναι σίγουρος ότι δεν θα του ξέφευγε ποτέ κάποιο στοιχείο και έτσι τα προτιμούσε.
Στο σπίτι επικρατούσε ένα χάος. Δεν ήταν πολύς καιρός που είχαν μετακομίσει με την Ανν. Εκείνη, δούλευε ως δασκάλα και την είχαν αποσπάσει για κακή τους τύχη σ’ ένα σχολείο στην επαρχία. Δεν είχαν και πολλές επιλογές. Εκείνη έπρεπε να πάει και εκείνος να ακολουθήσει.
Ο Χάρβεϊ λοιπόν εγκατέλειψε το μικρό ζεστό γραφειάκι που στεγαζόταν στον δέκατο όροφο ενός ουρανοξύστη, για να καταλήξει να εργάζεται στο σπίτι. Και όλα αυτά, για χάρη της. Τον φόβιζε όμως, το ξένο· και η ηρεμία και η αποχή ήταν ξένα για εκείνον. Το Τιρόλ ήταν ένα ανατριχιαστικά ήσυχο μέρος. Δεν είχε συμβεί ποτέ τίποτα, πέραν από μικροφασαρίες για χωράφια ή για κουτσομπολιά που είχαν φέρει οικογένειες στα χέρια. Θα πέθαινε από πλήξη.
Σ’ έναν από τους απογευματινούς περιπάτους του με τη σύζυγο του, πρόσεξε για πρώτη φορά κάτι περίεργο: τα εχθρικά βλέμματα των κατοίκων.
«Μη δίνεις σημασία αγάπη μου», είπε η Ανν.
«Ξέρεις κάτι γι’ αυτό;»
«Απλά είμαι παρατηρητική, όπως και εσύ».
«Και;»
«Και;», επανέλαβε εκείνη.
«Δεν πιστεύεις ότι θα το χάψω, έτσι; Και;», επέμεινε.
«Να… είναι αστείο!», είπε διστακτικά. «Τις προάλλες, ένας από τους συναδέλφους, μού είπε ότι οι ξένοι δεν είναι καλοδεχούμενοι σε αυτόν τον τόπο».
Ο Χάρβεϊ συνοφρυώθηκε. Τι εννοόυσε; Δεν είχαν πειράξει κανέναν. Από πού και ως πού να της πει κάτι τέτοιο. Επιστράτευσε κάθε γρανάζι του μυαλού του. Πίσω από κάθε λέξη κρυβόταν πάντα ένας κυκεώνας από κωδικοποιημένα μηνύματα. Τίποτα δεν ήταν, για εκείνον, όπως φαινόταν.
«Τι άλλο σου είπε;»
«Τίποτα καρδιά μου». Σταμάτησε και έστρεψε, με τα χεριά της, τρυφερά, το κεφάλι του συζύγου της προς το πρόσωπό της.
«Σου έλειψε ε;»
«Ποιό πράγμα;», είπε σαν να μην είχε καταλάβει τι εννοούσε. Του ήταν δύσκολο, αλλά δεν ήθελε να της δείξει πως ο νους του τριγύριζε συνεχώς γύρω από αυτήν τη σκέψη.
«Έλα τώρα! Μιλάω για τη δουλειά σου. Φαντάζομαι σου έλειψε η αεικίνητη ζωή σου», είπε εκείνη χωρίς περιστολές.
«Παντού αγάπη μου μαζί σου, η ζωή είναι γεμάτη απρόοπτα και δράση».
Η Ανν ξέσπασε σε γέλια. Όχι! Φυσικά και δεν τον είχε πιστέψει! Δεν ήταν δα, καλός στα ψέματα. Άρχισε να γελά και εκείνος μαζί της. Έπειτα, τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο. Ήταν ένα μικρό ευχαριστώ που τον έκανε να ξεχαστεί.
Είχαν περάσει σχεδόν επτά μήνες σκέτης απραξίας. Ο Χάρβεϊ αναστέναξε. Άλλη μια μέρα σαν τις άλλες, σκέφτηκε. Κόντευε να του σαλέψει. Φυσούσε και ξεφυσούσε ακατάληπτα. Ντριν! Το τηλέφωνο ήχησε από το σαλόνι. Ο Χάρβεϊ κινήθηκε νωχελικά και σήκωσε το ακουστικό. Έμεινε ασάλευτος και σιωπηλός, ακούγοντας. Έπειτα, γεμάτος στωικότητα, εναπόθεσε το ακουστικό στην θέση του και έφυγε. Επιτέλους! Είχαν ζητήσει τη βοήθειά του!
Φτάνοντας στο κτίριο της αστυνομίας, πρόσεξε ότι ήταν περικυκλωμένο από κατοίκους. Δύο αστυνομικοί του έγνεψαν και τον συνόδευσαν από την πίσω πόρτα. Περισσότερο φυγάδευσαν, θα μπορούσε να πει. Όλοι μέσα, ήταν επί ποδός. Η συνοδεία του τον οδήγησε κατευθείαν μέσα στο γραφείο του διοικητή. Η πόρτα έκλεισε και οι δυο άντρες έμειναν μόνοι.
«Μα τι ακριβώς συνέβη; Θέλετε να μου πείτε γιατί είναι όλοι τόσο ανάστατοι;»
Ο διοικητής δεν μάσησε τα λόγια του. «Κοίτα Χάρβεϊ… η πόλη μας είναι πολύ ήρεμη και αποκομμένη. Και η είδηση της άφιξής σας με φόβισε και όχι αδίκως, καθώς φαίνεται. Ήξερα ότι δεν θα είχε αίσιο τέλος, αλλά αυτό…».
«Δεν καταλαβαίνω» είπε συνοφρυωμένος. «Μιλήστε ξεκάθαρα». «Αυτό που έκανε η γυναίκα σου-»
Ο Χάρβεϊ αρχικά σάστισε και έπειτα αμέσως αγρίεψε. Ήταν δυνατό να έχει κάνει κάτι η σύζυγος του; Η Ανν πάντα ήταν ένα αρνάκι του θεού.
«Κοιτάξτε αν η Ανν χτύπησε κάποιον μαθητή, είμαι σίγουρος ότι είναι μια φανταστική ιστορία που σκαρφίστηκε κάποιος μασκαράκος, επειδή ίσως εκείνη τον μάλωσε και νευρίασε».
«Εδώ, Χάρβεϊ, δεν πρόκειται για πταίσμα», είπε ψυχρά ο διοικητής. «Κατηγορείται για δολοφονία».
Ο Χάρβεϊ χλόμιασε. Η λέξη “δολοφονία” σκέπασε το μυαλό του σαν μαύρο πέπλο. Τι εννοούσε; Η Ανν δε θα μπορούσε ποτέ να έχει σκοτώσει κάποιον. Ήθελε να του χώσει μπουνιά γι’ αυτές τις ανήκουστες ψευδείς κατηγορίες, ωστόσο έδειξε αυτοσυγκράτηση. Η χρόνια εμπειρία του τού είχε δείξει ότι καμιά σπασμωδική κίνηση ή αντίδραση δεν ωφελούσε.
«Για την ακρίβεια κατηγορείται για τη δολοφονία ενός συναδέλφου της».
Αυτό του έλειπε τώρα. Όλο του το αίμα είχε αρχίσει να κοχλάζει από οργή. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ανακτήσει τον εαυτό του.
«Μιλήστε μου με ακρίβεια. Πώς ξέρετε ότι το έκανε εκείνη;»
«Αν και σύζυγος ενός από τους καλύτερους ντετέκτιβ, δεν μαθήτευσε διόλου δίπλα σου. Ήταν σαν να μην ήθελε να καλύψει τα ίχνη της».
«Και αυτό δεν σας βάζει σε υποψίες; Φαντάζομαι ότι δεν θα ήθελε να την πιάσουν αν ήταν ο πραγματικός ένοχος».
«Όχι, απλά με κάνει να πιστεύω πως είναι μια ακόμα αδαής γυναικούλα. Θέλω να μάθω μόνο τον λόγο. Και φαντάζομαι και εσύ. Μήπως πιστεύεις ότι είναι έγκλημα πάθους; Εγώ εκεί οδηγούμαι».
Ο Χάρβεϊ αν και ήξερε ότι δεν ήταν αλήθεια, δεν άντεξε. Έσφιξε τη γροθιά του και την προσγείωσε κατευθείαν στο σαγόνι του διοικητή. Τρία σπασμένα δόντια μέτρησε εκείνος και ο Χάρβεϊ τη γλίτωσε χωρίς μήνυση, αλλά με μια προσωρινή επίσκεψη στο κρατητήριο για να ηρεμήσει τα νεύρα του.
Η επόμενη μέρα, που αφέθηκε ελεύθερος και φυσικά χωρίς να του επιτρέψουν ούτε μια ολιγόλεπτη συνάντηση με τη γυναίκα του, τον βρήκε σε άθλια κατάσταση. Πέρα από τον προσωπικό του πόνο, είχε να αντιμετωπίσει και την έχθρα της πόλης. Όπου και αν πήγαινε τα βλέμματα και τα σχόλια ταξίδευαν ως εκείνον, λες και δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον να τα κρύψουν, αλλά αντίθετα να τον στοχεύσουν.
ο σπίτι του ήταν παγίδα θανάτου για εκείνον. Μια μαυροφορεμένη πονεμένη φιγούρα ηγείτο μιας στρατιάς εξαγριωμένων κατοίκων. Πιθανότατα, η σύζυγος του θύματος. Ευτυχώς, πρόλαβε και τους είδε πριν τον δουν εκείνοι. Περιπλανήθηκε μέσα στα χωράφια προσπαθώντας να μένει πάντα άγρυπνος για τα αγριόσκυλα. Έπρεπε να ανακαλύψει τι είχε πάει στραβά, μα ήταν τόσο μόνος. Χρειαζόταν κάποιον για να τον ενημερώσει. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και κάλεσε έναν γνώριμο αριθμό.