Τα Μη-«Χριστούγεννα» ξεκινάνε φυσικά με τη μη-γαλοπούλα…. Αποκρουστικό πλάσμα του Θεού, το καημένο. Θα ομολογήσω ωστόσο ότι έχω καταναλώσει τόνους γαλοπούλας σε νεαρή ηλικία, όταν η μαμά μου σερβίριζε καθαρά στεγνά ψητά φιλετάκια, σε μια προσπάθεια να αντιπαρέλθει την εμμονή της εφηβικής υπερβολής στην υγιεινή διατροφή. Θα ομολογήσω επίσης ότι και εγώ με τη σειρά μου σερβίρω αβέρτα τα παιδιά μου (δοκίμασα εις μάτην και τον άντρα μου, περιττός ο κόπος έπιασε αμέσως την απάτη), τοστάκια τυρί-γαλοπούλα (τα οποία ονομάζω τυρί-ζαμπόν, για οικονομία λόγων και εξηγήσεων), προς περιορισμό περιττών λιπών και θερμίδων, και ως «αξιολογότερη πηγή πρωτεϊνών»… Υπερβολές θα μου πεις, αλλαντικά και τα δυο, σιγά την θρεπτική αξία, αν είναι να δώσεις junk δώσε junk της προκοπής, όχι μπασταρδέματα και δήθεν υγιεινισμούς. Ίσως. Στα ελαφρυντικά του κατηγορητηρίου, η μορφή της γαλοπούλας και στις δυο περιπτώσεις συστηματικής κατανάλωσης. Πρόκειται για ραφιναρισμένη, μη μορφοποιημένη κατανάλωση, σχεδόν δεν καταχωρείται στο υποσυνείδητο ως κάτι ξεχωριστό από την λαϊκή μπριζολίτσα ή το λαϊκότερο κοτοπουλάκι, και αντιστοίχως δεν διαφοροποιείται από το κλασσικό και αγαπητό τοις πάσι ζαμπονάκι. Ενώ το καψερό το πουλερικό, αποκρουστικό εκ φύσεως, να το καταναλώνεις και πανηγυρικά ολόκληρο και γεμιστό με άλλα αηδιαστικά κομματάκια (συκώτια, κάστανα και άλλα γλιτσιασμένα και λασπιασμένα συστατικά), προς επίρρωση του πνεύματος των Χριστουγέννων, μπαααα.
Και προχωράμε, στα μη-μαζικά-εορταστικά-ψώνια, στα μη-καινούργια-ρούχα, στο μη-ρεβεγιόν, γενικότερα στο μη-υπερτραπέζι, ανήμερα ή παραμονή, και σίγουρα στα μη-events.
Ανάσανα και μόνο που τα δήλωσα. Τώρα νιώθω ανάλαφρη σαν πουλάκι και, ξεριζωμένη πια και άφιλη, άοσμη, άγευστη, πάω για ύπνο την ώρα που είθισται να αρχίσουμε να γυαλιζόμαστε. Καλά, αντί για ύπνο ίσως πάω ένα ταξίδι. Ή απλά μια βόλτα, στο βουνό ή στη θάλασσα, όχι στην πόλη, θα έχει πολλά φώτα και αναγκαστικά γλέντια. Στη θάλασσα λοιπόν. Ίσως ακόμα καλύτερα, στην καλοκαιρινή θάλασσα (μπορώ να έχω;). Εκεί δεν έχεις ούτε να ντυθείς, ούτε να στολιστείς, ούτε να καταναλώσεις, ούτε να στριμωχτείς, ούτε να μιλήσεις, ούτε να γλεντήσεις. Απλά θα κολυμπήσεις. Τόσο απλά.
Και για να εξηγούμαστε καλύτερα, ούτε άθεη νιώθω ούτε άφιλη, ούτε άοσμη, άγευστη και τα λοιπά συνειρμικά α. Ίσα ίσα που ο μικρός χριστούλης μια ζεστή γαλήνη μου ‘φερνε στην ψυχή, σε όλες τις ηλικίες, ανάποδες και ίσιες. Μα οι γιορτές των Χριστουγέννων, μεγάλο άγχος. Μεγάλες προσδοκίες, και μετά; Ούσα παιδί, συστηματική διάψευση της μαγείας τους (πόσο πλαστικό, έστω και ξύλο στην πιο καλόγουστη έκφραση, να αντικαταστήσει την αστερόσκονη;) Προχωρώντας σε έφηβη, ματαιότητα κάθε κοινωνικού γεγονότος. Ως νέα, παγερή αδιαφορία έως απέχθεια για λαμπερές καταστάσεις και εμφανίσεις -όσα δε φτάνει η αλεπού; Ίσως. Μητέρα, ζητείται μαγεία. Ξανά μητέρα, ακόμα ψάχνουμε τη μαγεία. Τρίτη φορά μητέρα, εμπεδώθηκε πως η μαγεία είναι εδώ μες στο παιδικό μυαλό, αποφεύγω τυχόν άτυχους παραλληλισμούς με υπερπαραγωγές προς αποφυγήν διαψεύσεων, και προσπερνώ τα «Χριστούγεννα» στη glamour μορφή τους.
Λοιπόν, η νέα πολύτιμη εφεύρεση, τα Μη-«Χριστούγεννα»!
Ελευθερώνουμε το πνεύμα των Χριστουγέννων από τη φάκα του, με τις κρεμαστές γαλοπούλες και τα λοιπά επιβεβλημένα προς βέλτιστη απόδοση των προσδοκώμενων μέτρα και σταθμά, και φύγαμε.
Ας με οδηγήσει το αστεράκι, μέσα από τις ιστορίες της μικρής και της μεσαίας και της μεγάλης μας κόρης, στην αγάπη στην πιο ανεξίτηλη μορφή της, και αυτά θα είναι τα Χριστούγεννα, χωρίς εισαγωγικά και χωρίς Μη.
Λοιπόν, καλά Χριστούγεννα!
Εν είδει υστερόγραφου, νιώθω έντονα την ανάγκη να αποκαταστήσω συνειδησιακά τις πεντανόστιμες γεμιστές γαλοπούλες που έχω καταναλώσει στη ζωή μου, στα πλαίσια οικογενειακών και φιλικών τραπεζιών γεμάτων αγάπης και προσφοράς, και ωρών παιδέματος. Μα ο ανακουφισμένος υπερ-ενήλικος εαυτός, την είδε σύμβολο στο καταπιεστικό κουστουμάκι των must των γιορτών και την κατέρριψε ξεδιάντροπα. Χωρίς παρεξήγηση.