Τινάχτηκε από το κρεβάτι και άρχισε να τρέχει προς το σχολείο. Πλέον, είχε πέσει το σκοτάδι και κανένας εκτός από εκείνον και τα φαντάσματά του δεν τριγυρνούσε έξω. Μόλις έφτασε, άναψε πάλι το φακό. Πλησίασε την έδρα και έκανε ακριβώς ότι και νωρίτερα. Το πρώτο λοιπόν στοιχείο ήταν μπροστά του. Μία ίνα από κόκκινο ύφασμα ήταν πιασμένη σε μια από τις σκλήθρες της έδρας. Πιθανότατα η Ανν, καθώς δίδασκε, κινήθηκε πολύ κοντά στις ξύλινες προεξοχές και η φούστα της πιάστηκε και σκίστηκε δίχως να το καταλάβει. Έπειτα, ο Χάρβεϊ συνέχισε με τη μετακίνηση της έδρας. Μα φυσικά! Μελάνι…! Όπως το είχε φανταστεί. Φώτισε με τον φακό ακριβώς κάτω από την επιφάνεια της έδρας και είδε ότι ήταν γεμάτη από δαύτο. Κάποιος είχε προσπαθήσει να το σκουπίσει, αλλά πάνω στη βιασύνη του είχε κάνει μισή δουλειά. Το δεύτερο στοιχείο του ήταν πάλι τόσο ξεκάθαρο. Έτσι είχαν πάρει το δακτυλικό της αποτύπωμα και το είχαν προσαρμόσει τόσο θαυματουργικά πάνω στο μαχαίρι. Τώρα, έμενε να βρει τον ένοχο. Είχε κάτι στο μυαλό του, αλλά έπρεπε να το εξακριβώσει.
Επόμενος σταθμός του το αστυνομικό τμήμα. Πήρε το πιο περίλυπο και απεγνωσμένο ύφος για να κερδίσει τη συμπάθεια του διοικητή, ο οποίος μετά τα τελευταία έδειχνε αμείλικτος και καθόλου συγκινημένος από την υποτιθέμενη μεταμέλειά του. Βλέπεις, ο Χάρβεϊ είχε πλήξει την αξιοπρέπειά του. Ωστόσο, τον δέχτηκε.
Φρόντισε να εξηγήσει στον διοικητή όσο πιο πειστικά μπορούσε ότι η πράξη του ήταν αποτέλεσμα της πίεσης και του ξαφνιάσματός του. Δεν περίμενε ποτέ ότι η Ανν θα σκότωνε κάποιον και όλο αυτή η ανατροπή της ήσυχης συζυγικής του ζωής, τον έκανε να αντιδράσει αυθόρμητα, χωρίς να σκεφτεί. Όταν λοιπόν μετά πολλά είδε πως ο θεατρινισμός του είχε περάσει, επιβεβαίωσε αυτό που τον είχε φέρει μέχρι εδώ. Όλη αυτή την ώρα που συνομιλούσαν ο διοικητής έπαιζε με το κομπολόι του. Ένα κομπολόι που θα μπορούσε να είναι κοινό σαν όλα τ’ άλλα που κυκλοφορούσαν στα χέρια των αντρών στο χωριό, αλλά δεν ήταν.
«Ωραίο κομπολόι».
«Αυτό; Ναι, είναι το τυχερό μου».
Όχι και τόσο, σκέφτηκε ο Χάρβει. «Βλέπω ότι σας έχει σπάσει».
«Ναι, έβαλα προσωρινό κούμπωμα. Θα μπορούσα να πάρω άλλο, αλλά δεν μπορούσα να το αποχωριστώ. Μου το χάρισε ο πατέρας μου».
Ο διοικητής ήταν ένοχος. Ο Χάρβεϊ γνώριζε ότι δεν θα ήταν εύκολο να τον ξεσκεπάσει, γιατί αυτά τα στοιχεία ήταν αρκετά για εκείνον, αλλά λίγα για τους άλλους. Άλλωστε, ποιος θα κατηγορούσε αυτόν που υποτίθεται χρήστηκε για να τους προστατεύει. Ξέροντας όμως, ότι ο διοικητής ήταν εκείνος που την έστησε στην Ανν, ήταν μια αρχή για να μη σταματήσει τις έρευνες αναζήτησης όσων χρειαζόταν για να τον ρίξει στη φυλακή. Ήξερε άλλωστε και το κίνητρό του. Δεν ήταν άλλο από την απέχθεια και το φόβο του απέναντι σε ότι ξένο έφτανε στον τόπο του.
Αλλά, είχαν κάτι κοινό… Με αντίστοιχο κίνητρο κινήθηκε και ο ίδιος. Όχι, ο διοικητής δεν ήταν ο πραγματικός ένοχος για το απεχθές έγκλημα. Ήταν μονάχα ένοχος για σκευωρία. Η δολοφονία είχε γίνει από άλλον και εκείνος απλά άδραξε την ευκαιρία. Πώς τα ήξερε όλα αυτά; Μα φυσικά γιατί εξαρχής ήξερε ποιος ήταν ο δολοφόνος. Πώς μπορούσε να μην ξέρει; Αφού κάθε μέρα ήταν μαζί του. Κάθε μέρα συναντούσε το βλέμμα του στον καθρέφτη καθώς ξυριζόταν. Η τρέλα του ξένου και της ηρεμίας τον είχε κατακλύσει τόσο πολύ, που οι φωνές δεν έφευγαν από το κεφάλι του. Και στο τέλος, τις υπάκουσε. Διέπραξε τον φόνο για να βρει έναν ένοχο και να φανεί σωτήρας στα μάτια των άλλων. Τώρα, έπρεπε να πληρώσει το τίμημα.