Περπατούσα αδέξια έχοντας χωμένο το κεφάλι μου στην οθόνη του κινητού. Ήταν δύσκολο να βρω τον δρόμο που είχα διανύσει εκατοντάδες φορές όταν ήμουν ακόμα παιδί. Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε. Δεν ήμουν καν σίγουρη ποια ήταν η οδός. Ήμουν όμως αποφασισμένη άπαξ και είχα πατήσει το πόδι μου για ολιγοήμερες διακοπές να βρεθώ στα παλιά μου λιμέρια.
Δεν ήμουν σίγουρη, αλλά η εκκλησία στην πλατεία που ήταν κοντά στο παλιό μου σπίτι πρέπει να ήταν οι Άγιοι Ταξιάρχες. Καταχώρησα το όνομα στο gps και πάτησα το κουμπί της αναζήτησης. Δεν διαψεύστηκα. Αυτή πρέπει να ήταν. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να το κόψω με τα πόδια από την παραλία προς τα εκεί, όπως έδειχνε ο χάρτης. Κανά εικοσάλεπτο το έβγαζε. Δεν ήταν και το καλύτερό μου μέσα στη ζέστη, αλλά ήλπιζα πως θα άξιζε τον κόπο μου.
Η όλη διαδρομή σε τίποτα δεν μου θύμιζε εκείνη που έκανα τότε με τη μάνα μου και τον αδελφό μου για να κατεβούμε στην θάλασσα για κολύμπι. Δεν αμφέβαλλα σε καμιά περίπτωση ότι ήταν εκείνη η ίδια, απλά είχε διαγραφεί από το μυαλό μου. Το μόνο που θυμόμουν είναι εμάς πιτσιρικάκια φορτωμένα με τα στρώματά μας να περπατάμε κάτω από τον καυτό ήλιο σέρνοντας κυριολεκτικά τα μικροκαμωμένα μας σώματα και τη μάνα μας να μάς συντονίζει για να μην πεταγόμαστε σαν πρόβατα μέσα στον δρόμο.
Τι ωραίες εποχές! Η μόνη μας έννοια ήταν τότε πότε θα συναντήσουμε εκείνο το χωμένο ψιλικατζίδικο στο δεξί μας χέρι για να αγοράσουμε μπουγελόφατσες και εκείνα τα διαόλια που έβγαζαν φούσκες. Στάσου να δεις πώς τα έλεγαν… Ντίνο-φούσκες! Ήταν μικρά πράσινα δεινοσαυράκια με γεμάτες κοιλίτσες από νερό και κάποιο ειδικό σαπούνι. Να πω την αλήθεια οι μπουγελόφατσες ήταν πιο ωραίες γιατί δίναμε μάχες με τον αδελφό μου για το ποιος θα επικρατησει και στο τέλος καταλήγαμε να πλακωνόμαστε και να τα ακούμε από τη μάνα μας.
Έκανα μια μικρή παύση. Αυτό πρέπει να ήταν! Το ψιλικατζίδικο. Πέρασα στον απέναντι δρόμο και κατέβηκα στα σκαλάκια. Θα έπαιρνα ένα μπουκάλι νερό και θα έριχνα ένα βλέφαρο να δω αν υπήρχαν ακόμα τα τότε παιχνίδια μας. Το μαγαζάκι ήταν γεμάτο είδη θαλάσσης μιας και η Καλαμάτα παρέμενε κατεξοχήν τουριστικό μέρος, αλλά πουθενά από μπουγελόφατσες. Πλήρωσα το νερό και ήμουν έτοιμη να φύγω. Με την άκρη του ματιού μου, πρόσεξα κάτι που είχα να δω χρόνια. Μπορεί να μην ήταν ακριβώς αυτό που έψαχνα, αλλά ήταν κάτι από την παιδική μου ηλικία. Αυτες οι μικρές μερεντούλες στο τετράγωνο κουτάκι τους με μισή σοκολάτα και μισή κρέμα και με το μικροσκοπικό κουταλάκι τους δεν υπήρχαν πια. Πώς τις είχε;
«Με συγχωρείτε», είπα στον κύριο πίσω από το ταμείο, «αλλά αυτές εδώ έχω χρόνια να της δω. Πώς και τις έχετε;»
«Τις αγαπούσαν πολύ τα παιδιά μου και τώρα τα εγγόνια μου. Έχει σταματήσει η μαζική τους παραγωγή, αλλά είμαστε λίγοι ακόμα που τις προτιμούμε και βγάζουν για εμάς μικρές παρτίδες. Ξέρεις πόσοι παίρνουν; Να δεις που σε λίγο καιρό θα ξεκινήσουν πάλι οι μηχανές».
«Είμαι μία φανατική τους οπαδός. Της έπαιρνα όταν ήμουν μικρή. Πόσες έχετε;»
Μέτρησε μία μία με το δάκτυλό του τις μερεντούλες. «Δεκαεπτά».
«Θα της πάρω όλες», απάντησα δίχως σκέψη.
«Οι δύο είναι κερασμένες απο εμένα».
Αφού τον ευχαρίστησα, συνέχισα τον δρόμο μου φορτωμένη με μία σακουλίτσα. Δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα για μέσα στο καλοκαίρι, αλλά ο αδελφός μου αν τις έβλεπε θα τρελαινόταν. Δεν άνοιξα ούτε μία. Δίκαιη μοιρασιά.
Με τα πολλά έφτασα στην εκκλησία. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν η γειτονιά μου. Δεν είχαν μείνει πολλά ίδια, αλλά πόσα μπορούν να μοιάζουν ίδια όταν είσαι 0.58 και όταν είσαι 1.60. Βλέπεις τον κόσμο τελείως διαφορετικά ακόμα και αν εξακολουθεί να είναι ίδιος. Έκανα τον κύκλο της εκκλησίας. Κάποτε στηνόμουν στην ωρά μαζί με φίλες μου με όλους τους άλλους καλεσμένους, παίρναμε κουφέτα από βαπτίσια και γάμους και καθόμασταν στα πλαϊνά σκαλοπάτια και μασουλάγαμε. Κανά δυο φορές μας είχαν πάρει χαμπάρι. Φαινόταν από το ύποπτο βλέμμα. Πιστεύω όμως, πως περισσότερο έφταιγε η ενδυματολογική μας επιλογή, μιας και βγαίναμε για παιχνίδι και όχι για επίσημες καταστάσεις.
Τα πόδια μου με οδήγησαν κατευθείαν στην εξώπορτα της παλιάς πολυκατοικίας. Μπορεί να μην θυμόμουν την οδό, αλλά από την εκκλησία μέχρι την είσοδο η διαδρομή ήταν οικεία. Φαρών 109. Η απένατι μισογκρεμισμένη, από τους σεισμούς, μονοκατοίκία, με ανακούφιση μπορούσα να δω ότι στεκόταν ακόμα στην θέση της. Το παλιό καφενείο κάτω από το μπαλκόνι μας είχε αντικατασταθεί από ένα video club και το στενάκι δίπλα όπου κατοικούσαν σε μια διπλοκατοικία δύο παράξενοι παπούδες δεν υπήρχε πια, ούτε αυτό ούτε η διπλοκατοικία. Είχαν μετατραπεί σε κεντρικό δρόμο που έβγαζε απευθείας στο δημοτικό σχολείο. Άλλοτε πήγαινα μέσα από τα πίσω σοκάκια φορτωμένη με τη σάκα μου και τώρα δεν υπήρχαν σοκάκια.
Γλυκόπικρο συναίσθημα. Ίσως, είναι καλύτερα οι αναμνήσεις να παραμένουν αναμνήσεις.