…και ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος, και οι πόρτες άνοιξαν, ζευγάρια πόδια πειθάρχησαν στον περιορισμένο χώρο. Και ο ήχος ακούστηκε ξανά και οι πόρτες έκλεισαν. Επιτάχυνση, επιβράδυνση, το τρένο απομακρύνθηκε, το τρένο πλησιάζει στην επόμενη στάση. Πρόσωπα βυθισμένα στη σιωπή, σκέψεις αδύναμες πρωινές.
Το κορίτσι με τα μακριά μαλλιά, τα μακριά σκουλαρίκια, και το μακρύ φόρεμα έχει σφηνώσει φευγάτες αρμονίες στ’ αυτιά. Ο νεαρός με τα μαύρα γυαλιά παίζει με την απορία σου. Αν έχει το βλέμμα καρφωμένο στο παράθυρο ή έχει τα μάτια κλειστά, αρνούμενος την αρχή της μέρας. Στο κέντρο του βαγονιού με δυσκολία ο μάστορας κρατά την ισορροπία του, έχει ζώσει στη μέση τα απαραίτητα εργαλεία, έχει και το μολύβι στο αυτί, έχει σμίξει τα φρύδια, και όσο δεν του βγαίνουν οι υπολογισμοί, τόσο τα φρύδια πάνε να γίνουν ένα. Στην επόμενη στάση ανεβαίνουν δύο κίτρινες γόβες, γεμίζει ο χώρος άρωμα λουλουδιών. Μελετάς λαίμαργα την ξανθιά μεσήλικη ύπαρξη και εύχεσαι κι εσύ να μυρίζεις λουλούδια στην ηλικία της.
Με το ένα χέρι σπρώχνει το καρότσι της λαϊκής και με το άλλο κρατά σφιχτά την τσάντα. Έχει κρύψει και στο σουτιέν ένα δεκάρικό μήπως και δεν της φτάσουν τα ψιλά. Μειδιά με την κυρία με το καπέλο, που βάλθηκε να αναταράξει τη στασιμότητα για να κερδίσει τον αγώνα κατάκτησης της μίας και μοναδικής κενής θέσης στο βάθος. Ενώ ο χαμένος παππούς με το καλοσιδερωμένο πουκάμισο και μάτια θολά αναζητά τον σεβασμό στην κουλτούρα της νέας γενιάς.
Χαμένοι τουρίστες κοιτάζουν με αγωνία τον χάρτη πορείας, μαθητές με σιδεράκια και smartphone που πάλλονται, σφιχτοδεμένα κουστούμια, εμπριμέ εφηβεία, πολύχρωμα μαλλιά, νήπια που αγνοούν το μαύρο, διπλωμένα αγόρια εθισμένα στο ψεύτικο φως.
Όλοι αυγά που εκκολάπτονται σε ένα κέλυφος που ποτέ δεν θα σπάσει. Κι εσύ αναρωτιέσαι τι θα συμβεί αν καταλάβουν πως είναι ένα το τρένο, μία η πορεία, μοναδικές οι γραμμές που μας οδηγούν.
Επιβράδυνση, το τρένο πλησιάζει στην επόμενη στάση. Ο ήχος ακούστηκε, οι πόρτες άνοιξαν, και κατεβαίνεις ανέτοιμος να κάνεις την αρχή. Να σπάσεις το τσόφλι.