Τα ζόμπι ασκούσαν μια πολύ μυστήρια γοητεία, δύσκολο να την εξηγήσει κανείς και στον ίδιο του τον εαυτό καθώς, ακόμα και όσοι τα απεχθάνονταν, δεν μπορούσαν να αρνηθούν πως κάτι επάνω τους τα καθιστούσε ακατανόητα… ενδιαφέροντα.
Αποκρουστικά, άβουλα, αργοκίνητα, χωρίς κανένα σκοπό, ανίκανα να σκεφτούν, να αισθανθούν, να ακουμπήσουν έστω και λίγο στην ζωή των ανθρώπων, όπως οι αριστοκράτες βρυκόλακες και οι διχασμένες προσωπικότητες των λυκανθρώπων, τέρατα καταραμένα σε μη ζωή, καταδικασμένα σε μια αέναη περιπλάνηση στο περιθώριο, στο πουθενά.
Με μια πρώτη ματιά, κανείς μας δεν θα μπορούσε να ταυτιστεί με ένα ζόμπι, καθώς βρισκόμαστε εξ’ ορισμού πάντα από την αντίθετη πλευρά, είτε αυτή του θηράματος, είτε του εξολοθρευτή τους. Υπήρχε όμως κάτι που μας έδενε κοντά τους, όσο κι αν αποστρέφαμε το βλέμμα. Προσπερνώντας τους φρικιαστικούς ρόγχους και τον ανατριχιαστικό κανιβαλισμό, ξεπερνώντας το ένστικτο του φόβου του θηράματος απέναντι στον θηρευτή του, βλέπαμε με μια, απόκοσμα απρόσμενη, οικειότητα τις βραδυκίνητες φιγούρες τους.
Γιατί τα ζόμπι υπήρξαν άνθρωποι ακριβώς όπως εμείς, κάτι που, ξεπερνώντας την πρώτη τρομάρα, μπορούμε να διακρίνουμε στα αποσυντιθέμενα σαρκία τους, αναγνωρίζοντας φύλο, ηλικία, καταγωγή, καμία φορά και την κοινωνική κατάσταση που βρίσκονταν πριν τους βρει το…κακό. Πρώην άνθρωποι, παγιδευμένοι πια απ’ τήν κακή συγκυρία σε ένα λυκόφως ζωής, στερημένοι αισθημάτων, σκέψεων, ονείρων, με μόνη πυξίδα τους την ανάγκη για τροφή, για επιβίωση.
Απόβλητοι μιας κοινωνίας, χαμένα παιδιά της που, έχοντας πάψει να παράγουν ζωή, αρκούνται στο να την καταναλώνουν σε ό,τι μορφή τους προσφερθεί, τρεφόμενοι από τις σάρκες της κοινωνίας, απλά για να συνεχίσουν να βαδίζουν ανάμεσά της, χωρίς αισθήματα, χωρίς σκέψη, χωρίς ηθική.
Άνθρωποι που συνάντησαν το κακό, αρρώστησαν και οδηγήθηκαν σε μια μη ζωή και στην καθημερινότητα της ανάγκης.
Πλάσματα τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από εμάς τους ίδιους, προβολές του εαυτού μας αν μας χτυπούσε το Κακό και όλα πήγαιναν στραβά. Τότε που μια αρρώστια, ένας ιός, μια κακιά στιγμή, η φτώχεια, μια εξάρτηση, μια αδυναμία θα μπορούσαν να μας κάνουν ζωντανούς-νεκρούς, βαδιστές της Μη Ζωής αυτοστιγμή.
Όπως όσοι βλέπουμε γύρω μας, δίπλα τους κάδους των σκουπιδιών, στα παγκάκια της πλατείας χωρίς δουλειά, χωρίς σκοπό.. Υποψήφιοι πρώην άνθρωποι κι οι ίδιοι, με μάτια άδεια,κενά, που έχουν περάσει το στάδιο της απόρριψης, της απογοήτευσης, της θλίψης και απέχουν μόλις ένα βήμα πριν αποδημήσει η ψυχή τους, για ν’ αφήσει στη θέση της ύπαρξής τους ένα ξερό κουφάρι σώματος,, ορισμένο απ’τήν ανάγκη της πείνας και μόνο.
Υποψήφιοι πρώην άνθρωποι που όσο περνάει ο καιρός τους βλέπουμε παντού, κι ακούμε για μέρη που έχουν αρχίσει σιγά-σιγά να συνωστίζονται, σιωπηλά, χωρίς ενέργεια, ζητώντας ένα ξεροκόμματο τροφής.
Κι ήρθαν κι αυτές οι μέρες, οι μαύρες μέρες, που βλέπουμε την ίδια ακριβώς εικόνα με αυτή που μέχρι σήμερα υπήρχε μόνο σε ταινίες τρόμου και ντοκιμαντέρ από εποχές που θεωρούσαμε αφημένες πίσω για τα καλά.
Τρίβοντας τα μάτια από έκπληξη, μην πιστεύοντας πως τον αντικρίζουμε.
Τον Φράκτη, τον ίδιο ακριβώς Φράκτη να μας χωρίζει.
Εμάς από αυτούς.
Ανθρώπους της Μη Ζωής από Μη Ανθρώπους της Ζωής.